Η «αποτυχία» της στη Eurovision του Τελ Αβίβ συζητήθηκε πιο πολύ και από τον ίδιο το διαγωνισμό. Η Μαντόνα δεν ίδρωσε. Έκανε αυτό που έκανε σε όλη της τη ζωή: Αγνόησε τα αρνητικά σχόλια και έβγαλε μια ακόμα δισκάρα...

Το νέο άλμπουμ της Μαντόνα, το Madame X είναι μια από τις καλύτερες δουλειές της καριέρας της και σ' αυτό συμφωνούν όλοι οι κριτικοί. Είναι θέμα χρόνου, όπως πάντα, έως ότου το αντιληφθεί και το κοινό. Ώριμη, αποφασισμένη, ικανή να στρέφει πάντα τις καταστάσεις υπέρ της, η Μαντόνα δεν είναι πλέον 25 και το ξέρει. Μπορεί, όμως, ακόμα να κάνει αίσθηση, όπως ακριβώς έκανε και όταν εμφανίστηκε για πρώτη φορά, το 1981, όταν άρχισε να ακολουθεί σόλο καριέρα, κυριαρχόντας τελικά στην ανδροκρατούμενη μουσική σκηνή της εποχής. Δέκα χρόνια αργότερα, το 1991, μετρούσε ήδη 21 κομμάτια στο top-10 των ΗΠΑ, με τις πωλήσεις των δίσκων της διεθνώς να αγγίζουν τα 70 εκατομμύρια. Και τον Ιανουάριο του 2008, η Μαντόνα αναγορεύτηκε από το Forbes ως η πλουσιότερη γυναίκα μουσικός του πλανήτη.



Η αντίδραση που έφερε την επιτυχία

Γεννημένη ως Μαντόνα Λουίζ Βερόνικα Τσικόνε στο Μπέι Σίτι του Μίσιγκαν στις 16 Αυγούστου 1958, κόρη του Ιταλού μετανάστη και μηχανικού Σίλβιο, Τόνι, Τσικόνε και της χορεύτριας Μαντόνα Φόρτιν, η Μαντόνα ήταν το τρίτο από τα έξι παιδιά της οικογένειας. Η αυστηρή καθολική ανατροφή της έπαιξε τεράστιο ρόλο στη μετέπειτα προκλητική της στάση απέναντι στη ζωή, με μια σειρά από χριστιανικά σύμβολα να τίθενται στην πορεία στο στόχαστρο της -πάντα- αμφιλεγόμενης δουλειάς της. Ήταν προφανές σε όλη της την καριέρα ότι η Μαντόνα προσπαθούσε με τη δουλειά της να «ξορκίσει» τα παιδικά της χρόνια. Και μέσα απ' αυτό κατέκτησε την κορυφή της μουσικής βιομηχανίας.
Την 1η Δεκεμβρίου 1963, η 5χρονη Μαντόνα χάνει τη μητέρα της από καρκίνο του μαστού, γεγονός που θα επηρέαζε βαθύτατα την προσωπικότητά της. Ο πατέρας της σύντομα θα παντρευτεί την οικιακή βοηθό του σπιτιού, Τζόαν Γκούσταφσον, με τη Μαντόνα και τη μητριά της να μην τα πηγαίνουν ποτέ καλά και τα εφηβικά της χρόνια να είναι διάστικτα από ομηρικούς καυγάδες και το όνειρο της φυγής. Το επαναστατικό της πνεύμα αναπτύσσεται από πολύ νωρίς, ως αντίδραση στην παραδοσιακή ανατροφή της μητριάς της: μετατρέπει το συντηρητικό ντύσιμο σε αποκαλυπτικά συνολάκια, συναναστρέφεται με ανθρώπους που κάνουν τους γονείς της έξαλλους, απορρίπτει το θρησκευτικό της υπόβαθρο και πολλά πολλά ακόμα.

Η Μαντόνα ισορροπούσε την απείθαρχη πλευρά της προσωπικότητάς της με την παρόρμηση για δημιουργία και έκφραση. Ήταν άριστη μαθήτρια, ικανότατη μαζορέτα και πειθαρχημένη χορεύτρια, τελειώνοντας μάλιστα τις σχολικές της υποχρεώσεις ένα εξάμηνο νωρίτερα από τους συμμαθητές της. Το 1976, η σκληρή της δουλειά τράβηξε το ενδιαφέρον του Πανεπιστημίου του Μίσιγκαν, που της πρόσφερε πλήρη υποτροφία για να φοιτήσει στο τμήμα Χορού. Το 1977, κατά τη διάρκεια των προπτυχιακών της σπουδών, της προσφέρθηκε η δυνατότητα να φοιτήσει για 6 εβδομάδες στα φημισμένα μπαλέτα Alvin Ailey της Νέας Υόρκης, ενώ την επόμενη χρονιά κατάφερε να μαθητεύσει δίπλα στον περίφημο χορογράφο Pearl Lang. Αυτός ήταν που την έπεισε να εγκαταλείψει τις σπουδές της, δύο χρόνια μετά την εγγραφή της, και να μετακομίσει στη Νέα Υόρκη κυνηγώντας το χορευτικό όνειρο.

Το ασχημόπαπο που ονειρευόταν να γίνει Ντέμπι Χάρι

Τα πρώτα χρόνια η εμφάνιση της δεν ήταν ιδιαίτερα ελκυστική. Χωρίς λεφτά, άλλα με πολλές φιλοδοξίες, έφτασε στη Νέα Υόρκη. Ήθελε να ζήσει το παραμύθι της. Ονειρευόταν να γίνει η νέα Ντέμπυ Χάρυ, την οποία και θαύμαζε πολύ. Η ζωή στη Νέα Υόρκη ήταν πολύ δύσκολη. Έμεινε σε τρώγλες και έκανε δουλειές του ποδαριού για να επιβιώσει. Αναγκάστηκε να κάνει γυμνή φωτογράφιση για να εξοικονομήσει ελάχιστα δολάρια, αν και μάλλον δεν είχε κανένα ταμπού με το γυμνό. Οι φωτογραφίες για τις οποίες η ίδια τότε πήρε ψίχουλα, σήμερα κοστίζουν εκατοντάδες χιλιάδες δολάρια...

Το 1979, η Μαντόνα συνδέεται ερωτικά με τον Νταν Γκιλρόι, ιδρυτικό μέλος του ποπ-πανκ συγκροτήματος Breakfast Club. Ο Γκιλρόι τη σύστησε σε έναν ατζέντη θεαμάτων βαριετέ στο Παρίσι, και η Μαντόνα πέρασε λίγο καιρό στη Γαλλία, δουλεύοντας ως εξωτική χορεύτρια. Εκεί ανακάλυψε το συνδυασμό που την έκανε διάσημη: Τραγούδι και χορός μαζί. Όταν επέστρεψε στις ΗΠΑ το 1980, προσχώρησε στο συγκρότημα του Γκιλρόι ως ντράμερ αρχικά, πριν μεταπηδήσει στο τραγούδι και γίνει η φωνή του συγκροτήματος. Αργότερα θα σχηματίσει ή θα συμμετάσχει σε διάφορα μουσικά γκρουπ, με τα πλέον αξιομνημόνευτα να είναι τα Madonna & The Sky, The Millionaires και Emmy.

Ποπ σταρ από το πουθενά

Το 1981, η Μαντόνα αποφάσισε να ακολουθήσει σόλο καριέρα και προσέλαβε τη μάνατζερ Καμίλ Μπαρμπόν της Gotham Records για να τη βοηθήσει στην καριέρα της. Εκείνη, αποφάσισε να μυήσει την άπειρη -και μέτρια- τραγουδίστρια στα μυστικά της ανδροκρατούμενης μουσικής σκηνής, βοηθώντας τη στην επιλογή τραγουδιών της, αλλά και στο να αναπτύξει το χορευτικό στιλ που θα γίνονταν το σήμα-κατατεθέν της. Ο καλός της φίλος, Στίβεν Μπρέι, της γράφει το πρώτο της hit, το «Everybody», που κυκλοφορεί από τη νεοϋρκέζικη δισκογραφική εταιρεία Sire Records το 1982 και γίνεται, απρόσμενα, Νο 1 στα χορευτικά charts.

Εξαργυρώνοντας την επιτυχία του κομματιού, η Μαντόνα πείθει τη δισκογραφική να της βγάλει τον πρώτο της δίσκο το 1983. Το άλμπουμ «Madonna» σημειώνει αργή αλλά σταθερή επιτυχία, με τρία κομμάτια να σκαρφαλώνουν στα charts: «Borderline», «Lucky Star» και «Holiday». Σύντομα τα κορίτσια της Αμερικής μιμούνταν τη χαρακτηριστική και τόσο διαφορετική για την εποχή εικόνα της Μαντόνα: Δικτυωτά καλσόν, δαντελωτά εσώρουχα, γάντια χωρίς δάχτυλα και κολιέ με τεράστιους σταυρούς. Το στιλ ήταν ένας τρόπος να ξεπερνάς την όχι και τόσο όμορφη φυσική σου εμφάνιση. Η Μαντόνα το ήξερε καλά, τα κορίτσια μόλις το ανακάλυπταν.

Η ανοδική της πορεία παγιώνεται το 1985 με το περίφημο άλμπουμ «Like a Virgin», το οποίο γίνεται αυτομάτως No 1 στο Billboard και πλατινένιο μέσα σε μόλις έναν μήνα. Την ίδια χρονιά πρωταγωνιστεί και στην πρώτη της κινηματογραφική ταινία, το «Desperately Seeking Susan» (1985), ενώ το σάουντρακ, που ερμηνεύει η ίδια, σκαρφαλώνει στην πρώτη θέση του αμερικανικού χορευτικού chart: Είναι το «Into the Groove». To επόμενο σινγκλ της, το «Crazy for You», φτιαγμένο για το φιλμ του 1985 «Vision Quest», γίνεται άμεσα επιτυχία, γεγονός που θα της εξασφαλίσει την πρώτη της περιοδεία: το «The Virgin Tour» ξεκινά και μετρά 17 συναπτά τραγούδια στο top 10 του Billboard Chart.

Ταινίες, επιτυχία, και σκάνδαλα. Πολλά σκάνδαλα...

Μέσα στα επόμενα πέντε χρόνια, η ζωή της θυμίζει τρενάκι στο λουνα πάρκ, το οποίο όμως βρίσκεται σε μόνιμα ανοδική πορεία. Στις 16 Αυγούστου 1985 παντρεύεται τον ηθοποιό Σον Πεν, με τον οποίο συμπρωταγωνιστεί στην ταινία «Shanghai Surprise» (1986). Τρία ακόμα φιλμ έρχονται για τη Μαντόνα μέσα στη δεκαετία του '80: «Who's That Girl?» (1987), «Bloodhounds of Broadway» (1989) και «Dick Tracy» (1990). Το σάουντρακ μάλιστα για το «Dick Tracy» (I'm Breathless: Music from and Inspired by Dick Tracy) καταλήγει σε δύο ακόμα top 10 hits: «Vogue» και «Hanky Panky» μπαίνουν στα στόματα όλων, την ώρα που τέσσερις ακόμα δίσκοι ολοκληρώνονται με απόλυτη επιτυχία μέσα στη δεκαετία: «True Blue» (1986), «Who's that Girl?» (1987), «You Can Dance (1987)» και «Like a Prayer» (1989).

Η προκλητική και συχνά αλλοπρόσαλη συμπεριφορά της θα φέρει και τα πρώτα σκάνδαλα. Κάτι που η ίδια φαίνεται όχι μόνο να μην απεύχεται, αλλά να επιδιώκει κιόλας. Όλα ξεκίνησαν με την αμφιλεγόμενη ερμηνεία της στο σινγκλ του 1985 «Like a Virgin» στα μουσικά βραβεία του MTV, όταν εμφανίστηκε στη σκηνή με νυφικό. Μετά ακολούθησε το ντεμπούτο του βιντεοκλίπ του «Like a Prayer», το 1989, το οποίο θα παιζόταν από το MTV ως μέρος διαφημιστικού της Pepsi. Οι διαφυλετικές σχέσεις που παρουσίαζε το βίντεο, οι σταυροί που καίγονταν και η ασεβής μείξη σεξουαλικών υπονοούμενων και θρησκευτικών συμβόλων, έφεραν το μεγάλο μπρέικ: Ο ίδιος ο πάπας Ιωάννης Παύλος Β' προτρέπει τους πιστούς να μποϋκοτάρουν τις συναυλίες της στην Ιταλία, την ίδια στιγμή που η Pepsi θα αποσύρει τη συνεργασία της με την καλλιτέχνιδα.

Παρά τη διεθνή κατακραυγή όμως, η Μαντόνα μετατρεπόταν σε αστέρι πρώτου μεγέθους και ήταν πλέον πιο δημοφιλής από ποτέ. Κι εκείνην, αυτό την ενδιέφερε, ας χτυπιόταν ο πάπας... Μέχρι το 1991, η άνοδός της δεν είχε ανάλογο στην παγκόσμια ιστορία της μουσικής: 21 τραγούδια στο top 10 των ΗΠΑ, περισσότεροι από 70 εκατομμύρια δίσκοι σε όλο τον κόσμο και 1,2 δισεκατομμύρια δολάρια σε πωλήσεις.

Η Μαντόνα δεν σταμάτησε ποτέ να πιέζει τα όρια ανοχής της κοινωνίας, προκαλώντας συνεχώς σκάνδαλα πρώτου μεγέθους, που στην πορεία φάνηκε να της έγιναν κάτι σαν έξη. Πρώτα ήρθε η ταινία «Truth or Dare» (1991), ένα αποκαλυπτικό ντοκιμαντέρ για την περιοδεία Blonde Ambition. Σειρά είχε κατόπιν η έκδοση του «Sex» (1992), ένα «χαλαρό» πορνογραφικό λεύκωμα με το ποπ είδωλο σε μια πληθώρα από αισθησιακές πόζες.

Παρά το σκάνδαλο, ή ίσως εξαιτίας του, το λεύκωμα πούλησε 150.000 αντίτυπα τη μέρα της κυκλοφορίας του στην Αμερική. Τρεις μέρες αργότερα, η έκδοση του 1,5 εκατομμυρίου αντιτύπων είχε εξαντληθεί παγκοσμίως, κάνοντας το λεύκωμα το πιο πετυχημένο εμπορικά όλων των εποχών. Την ίδια χρονιά (1992) κυκλοφορεί και ο δίσκος «Erotica», σημειώνοντας την ίδια εξωφρενική επιτυχία: μέχρι το τέλος του 1993, είχε γίνει δύο φορές πλατινένιος...

Από τον Σον Πεν στο Γκάι Ρίτσι

Μέχρι το 1996, η Μαντόνα ότι πιάνει γίνεται χρυσός. Την ίδια χρονιά κερδίζει Χρυσή Σφαίρα για την ερμηνεία της στην κινηματογραφική μεταφορά του μιούζικαλ του Άντριου Λόιντ Βέμπερ «Εβίτα», παρά τις αμφιλεγόμενες κριτικές. Έτσι κι αλλιώς για όλα έχει πάρει αμφιλεγόμενες κριτικές και εξακολουθεί να παίρνει.

Ο γάμος με τον Σον Πεν έχει διαλυθεί, ανάμεσα σε υπόνοιες ότι η κυρία Τσικόνε είχε φάει πολύ ξύλο και στο ριμπάουντ έρχεται η σχέση με το χορευτή Κάρλος Λεόν. Από τη σχέση αυτή, προκύπτει η Λούρντες Μαρία (Λόλα) Τσικόνε Λεόν, το 1996. Το χορευτή δεν τον παντρεύτηκε ποτέ, παντρεύτηκε όμως τον κατά μια δεκαετία μικρότερό της Βρετανό σκηνοθέτη Γκάι Ρίτσι, το 2000 και αμέσως μετά έρχεται στον κόσμο και ο γιος τους Ρόκο Τζον Ρίτσι. Το 2005, με την κυκλοφορία του άλμπουμ της «Confessions on a Dancefloor», η Μαντόνα γίνεται η μουσικός με τα περισσότερα χρυσά singles στις ΗΠΑ, εκθρονίζοντας τους Beatles από τη μακροχρόνια ηγεμονία τους.

Στην αυγή των 50ών της γενεθλίων, η Μαντόνα φέρνει σπίτι το προσφάτως υιοθετημένο παιδί της από το Μαλάουι, τον Ντέιβιντ Μπάντα, μέσα σε δριμεία κριτική για το «συνοπτικό» της διαδικασίας υιοθεσίας. Δεν την ένοιαξε καθόλου, ως συνήθως και τον Ιούνιο του 2009 θα επαναλάβει το βήμα και θα υιοθετήσει και δεύτερο παιδί, πάλι από το δοκιμαζόμενο Μαλάουι, με τις νομικές μάχες να μη λείπουν για μια ακόμα φορά. Τον Οκτώβριο του 2008, η Μαντόνα ανακοινώνει τον χωρισμό της από τον Γκάι Ρίτσι, έπειτα από 8 χρόνια γάμου. Οι φήμες λένε ότι ήταν εκείνος που δεν την άντεξε...

Μόνη, αλλά πάμπλουτη

Παρά τα θέματα στην προσωπική της ζωή, η επαγγελματική της καριέρα συνεχίζει να εκτοξεύεται: τον Ιανουάριο του 2008 ονομάζεται από το περιοδικό Forbes «η πλουσιότερη γυναίκα μουσικός του κόσμου», με εκτιμώμενα κέρδη 72 εκατομμυρίων δολαρίων μόνο την προηγούμενη χρονιά. Η συνεργασία της με τη φίρμα ρούχων H&M, το συμβόλαιο με το δίκτυο NBC για αποκλειστικά πλάνα από τις συναυλίες της, καθώς και η περιοδεία της Confessions Τour απογείωσαν τις ετήσιες απολαβές της «βασίλισσας».

Παρά τις σφιχτές της υποχρεώσεις σε μουσικές σκηνές και θεατρικά σανίδια, θα βρει χρόνο να γυρίσει ένα ντοκιμαντέρ για τα ορφανά του Μαλάουι με AIDS («I Am Because We Are»), την ίδια στιγμή που ο νέος της δίσκος «Hard Candy» κυκλοφορεί τον Απρίλιο του 2008 και γίνεται για άλλη μια φορά παγκόσμια επιτυχία. Το 2009, κυκλοφορεί το τρίτο κατά σειρά Greatest Hits άλμπουμ της, το «Celebration», το οποίο έγινε ο ενδέκατος No 1 δίσκος της στη Βρετανία, στην οποία τη λατρεύουν παρά το γεγονός ότι είναι Αμερικανίδα, και ιδιαίτερα μετά το γάμο της με το Γκάι Ρίτσι, τη θεωρούν “δική τους”. Με την κυκλοφορία του επετειακού άλμπουμ, η Μαντόνα ισοφάρισε τον Έλβις Πρίσλεϊ ως τον μουσικό με τους περισσότερους No 1 δίσκους στη Βρετανία.

Το 2011, η Μαντόνα περνάει πίσω από τις κάμερες, σκηνοθετώντας το ρομαντικό δράμα «W.E.», που αφορούσε στη ζωή του δούκα και της δούκισσας του Ουίνδσορ. Οι κριτικές ήταν αμφιλεγόμενες, ως συνήθως, κατάφερε ωστόσο να κερδίσει Χρυσή Σφαίρα για το μουσικό κομμάτι που έγραψε για την ταινία. Τον Φεβρουάριο του 2012 η Μαντόνα καταφέρνει να προκαλέσει ξανά. Κατά τη διάρκεια του Super Bowl η καλεσμένη της στη σκηνή M.I.A. εξόργισε τα πλήθη με μια άσεμνη χειρονομία. Η Μαντόνα δεν σχολίασε καν. Όπως δεν σχολίασε και όσους την επέκριναν μετά το περίφημο φιλί στο στόμα με τη Μπρίτνεϊ Σπίαρς.

Ή όσους την έκραξαν όταν άρχισε να εμφανίζεται δημόσια με τον ένα 20χρονο χορευτή - toy boy μετά τον άλλο.

Ή όταν βγαίνει στα διάφορα events με τα οπίσθια ή το στήθος έξω.

Ή όταν κάνει πλαστικές επεμβάσεις και οι παπαράτσι την “τσακώνουν” πρησμένη.

Ή όταν ο γιος της, Ρόκο, αποφάσισε να το σκάσει και να πάει να μείνει με τον πατέρα του, επειδή είναι υπερπροστατευτική.

Ή όταν, στη Eurovision, βγάζει στη σκηνή τους χορευτές της με σημαίες της Παλαιστίνης.

Σε γενικές γραμμές, δεν τη νοιάζει τίποτα.

Ή απλώς ξέρει ότι το πραγματικό της ταλέντο στη ζωή ήταν πάντα να προκαλεί και να δουλεύει σκληρά.