Karl Lagerfeld:Ο άνθρωπος που επανεφηύρε τον εαυτό του ως «Κάιζερ της μόδας»
Σε έναν κόσμο στον οποίο οι περισσότεροι επανεφευρίσκουν τον εαυτό τους στα social media, ο Καρλ Λάγκερφελντ θα έπρεπε να αισθάνεται πολλά χρόνια μπροστά. Ο μεγάλος σχεδιαστής μόδας έκανε το ίδιο, όμως στην πραγματική ζωή...
Ο Λάγκερφελντ ήταν γνωστός σε όλους ως ο Κάιζερ της μόδας. Πολυσχιδής και πολυπράγμων, υπήρξε διάσημος σχεδιαστής, καλλιτεχνικός διευθυντής μεγάλων οίκων, καθώς και επιτυχημένος φωτογράφος. Είχε συνεργαστεί με τους μεγαλύτερους οίκους, είχε ντύσει με τις δημιουργίες του ορισμένες από τις σπουδαιότερες καλλονές της πασαρέλας, ενώ έχουν ποζάρει στο φακό του top models και stars του Χόλιγουντ. Ωστόσο, δεν ήταν λίγες οι φορές που έχει προκαλέσει τόσο με τις δηλώσεις όσο και με την εκκεντρική του συμπεριφορά.
Η περσόνα του εκκεντρικού δημιουργού ήταν πασίγνωστη: λευκά μαλλιά, μαύρα γυαλιά ηλίου που ποτέ δεν αποχωριζόταν και τα παρομοίαζε με τη δική του «μπούρκα» και ψηλοί γιακάδες σε λευκά πουκάμισα, τα οποία θεωρούσε τη βάση της ένδυσης.
Γεννημένος στο Αμβούργο της Γερμανίας το φθινόπωρο του 1933, ο Καρλ Ότο Λάγκερφελντ, βαθιά επηρεασμένος από την ανατροφή που έλαβε στα παιδικά του χρόνια, «βούτηξε» με μεγάλο πάθος και ενθουσιασμό στη θάλασσα της μόδας. Η μητέρα του ήταν εκείνη που «ευθύνεται» για την πορεία και την εξέλιξή του: Σκληρή αλλά ειλικρινής, πίστευε στο ταλέντο του, τον παρότρυνε συνεχώς να εγκαταλείψει τη γενέτειρά του, και του επαναλάμβανε ότι το μόνο που θα πετύχαινε εκεί θα ήταν να γίνει δάσκαλος ζωγραφικής. «Δεν πέρασα εννέα μήνες εγκυμοσύνης για κάτι τέτοιο», του έλεγε.
Έχοντας τη δική του κοσμοθεωρία, ιεραρχώντας τις ανάγκες του και οπλισμένος με αυτοπεποίθηση, ο Λάγκερφελντ αποφάσισε να ζήσει τη ζωή του κόντρα στα στερεότυπα. Δεν του άρεσε να υποκρίνεται, αγαπούσε τους νέους ανθρώπους και ήθελε να εργάζεται έχοντας νέα και όμορφα πρόσωπα στο πλευρό του.
Κατά καιρούς σε συνεντεύξεις που παραχωρούσε έλεγε: «Μισώ να βλέπω την ασχήμια». Γι’ αυτό και την απέφευγε μετά βδελυγμίας, όπως απέφευγε και τη συνεργασία με τους άνδρες, τους οποίους μάλλον δεν εκτιμούσε ιδιαίτερα. «Εκτός από έναν βοηθό μου, δουλεύω αποκλειστικά με γυναίκες. Μόνο προβλήματα είχα όταν συνεργαζόμουν με άνδρες. Γίνονταν εγωκεντρικοί και έλεγαν στον εαυτό τους ότι αφού μπορώ να το κάνω εγώ, μπορούν και εκείνοι. Πολλοί άνδρες και αγόρια πίστεψαν ότι είναι πιο χαρισματικοί από εμένα αλλά τελικά απέτυχαν. Με τις γυναίκες δεν έχω τέτοιο πρόβλημα», έλεγε.
Μπορεί οι άνδρες να μην είχαν θέση στην επαγγελματική του ζωή, είχαν όμως καταλυτική παρουσία στην προσωπική. Ο Λάγκερφελντ διατηρούσε δεσμό επί 19 ολόκληρα χρόνια με το Ζακ ντε Μπασέ (ως και τον θάνατό του δεύτερου, το 1989). Ο Λάγκερφελντ, μάλιστα, μιλώντας σε συνέντευξή του για τα παιδικά του χρόνια, αφηγήθηκε τη στιγμή που σε ηλικία 11 ετών ρώτησε τη μητέρα του για πρώτη φορά τι είναι η ομοφυλοφιλία: «Εκείνη μου απάντησε "Δεν είναι κάτι το σημαντικό. Είναι σαν το χρώμα των μαλλιών, κάποιοι είναι ξανθοί και κάποιοι άλλοι μελαχρινοί"». Έχοντας πάντα στη φαρέτρα του την υποστήριξη της μητέρας του, ο Λάγκερφελντ οπλίστηκε με ασφάλεια και αντιμετώπιζε τις καταστάσεις πιο ψύχραιμα ασπαζόμενος το μότο: «Δεν υπάρχουν προβλήματα, μόνο λύσεις, καλές ή κακές».
Ο άνθρωπος που «γέννησε» το νέο του εαυτό
Όταν έκανε τα πρώτα του βήματα στο χώρο της μόδας, άλλαξε το όνομά του –από Lagerfeldt σε Lagerfeld– μικρή διαφορά για μας, μεγάλη στα γερμανικά, επειδή κατά τη γνώμη του ήταν πιο εύηχο. Με μότο τη μετέπειτα διάσημη ρήση του «μια μικρή αίσθηση του χιούμορ και λίγη ασέβεια. Αυτά χρειάζεται ένας θρύλος για να επιβιώσει», το 1955 προσελήφθη ως βοηθός του Πιερ Μπαλμέν, μετά από την επικράτησή του σε διαγωνισμό σχεδιασμού κοστουμιών. Και κάπου εκεί ξεκινά το όνειρο.
Το 1963 ο φιλόδοξος Γερμανός άρχισε να σχεδιάζει για τον ιταλικό οίκο μόδας Tiziani και τον επόμενο χρόνο άρχισε να δημιουργεί μερικά κομμάτια και για τον γαλλικό οίκο μόδας Chloé, ώσπου τελικά σχεδίασε ολόκληρη την κολεξιόν. Η εμφάνισή του στον κόσμο της μόδας μόνο απαρατήρητη δεν πέρασε. Το 1970 ξεκίνησε μια σύντομη συνεργασία με τον ιταλικό οίκο μόδας Curiel και το 1965 εντάχθηκε στην οικογένεια του ιταλικού οίκου μόδας Fendi, σχεδιάζοντας γούνες, ρούχα και κοσμήματα. Αναμφίβολα όμως το μεγαλύτερο επίτευγμά του ήταν όταν, το 1983, ανέλαβε τον τομέα της υψηλής ραπτικής στον οίκο Chanel, καταφέρνοντας σύντομα να γίνει ο επικεφαλής σχεδιαστής και καλλιτεχνικός διευθυντής του γαλλικού brand.
Η λατρεία για τη Chanel
Ο Γερμανός σχεδιαστής πάντα εξέφραζε τη μεγάλη του αγάπη για το όραμα της Coco Chanel, παρότι η δική του φιλοσοφία διέφερε κάπως από τη δική της. Ο ίδιος κατάφερε να εξελίξει τις ιδέες και τα σχέδια της Γαλλίδας πρωτοπόρου με στόχο όχι να κάνει τις δημιουργίες του οίκου Chanel να επιβιώσουν στον χρόνο, αλλά να ζήσουν. Και το κατάφερε, δεδομένου ότι οι πωλήσεις του οίκου άγγιζαν πριν το θάνατό του τα 5 εκατομμύρια δολάρια σε ετήσια βάση. Η μεγάλη όμως αυτή εισπρακτική επιτυχία οφείλεται σε έναν πολύ σημαντικό παράγοντα.
Η ψυχή του Λάγκερφελντ καθρεφτίστηκε σε αυτήν της Chanel, και μέσω αυτής της ταύτισης κατόρθωσε να δώσει σάρκα και οστά στο όραμα της μεγάλης σχεδιάστριας. Όπως εκείνη σχεδίαζε τα πάντα για την ίδια, για να υποστηρίξει τον εαυτό της, το ίδιο ακριβώς έκανε και ο Λάνγκερφελτ. Κατά καιρούς έχει πει πως ό,τι δημιουργεί το σχεδιάζει για τον ίδιο, το εμπνέεται με βάση τον εαυτό του. Ο Λάγκερφελντ έδινε σάρκα και οστά στο δικό του προσωπικό όραμα, σαν να μην υπήρχε κανείς άλλος στον κόσμο.
Δεν ήταν λίγες οι φορές που ο «Κάιζερ της μόδας» απασχόλησε αρνητικά την κοινή γνώμη. Το 2001 ο σχεδιαστής μπήκε στο στόχαστρο του φιλοζωικού οργανισμού PETA επειδή χρησιμοποιούσε γούνα στις κολεξιόν του και χαρακτηρίστηκε ειρωνικά «designer dinosaur».
Ο ίδιος, παρότι δεν φορούσε γούνα και έτρωγε σπάνια κρέας, προσπαθούσε μέσα από τη δράση του να υπερασπιστεί τη βιομηχανία της γούνας και τη χρήση της στη μόδα, αδιαφορώντας για τις ενδεχόμενες συνέπειες και τις αντιδράσεις που θα προκληθούν. Σε συνέντευξη που παραχώρησε το 2009 στο BBC είχε πει: «Οι κυνηγοί, μη γνωρίζοντας τίποτε άλλο από το να κυνηγούν, βγάζουν τα προς το ζην σκοτώνοντας τα θηρία που θα μας σκότωναν αν μπορούσαν. Σε έναν σαρκοφάγο κόσμο, πάλι, όπου το δέρμα χρησιμοποιείται στα ρούχα, στα παπούτσια και στις τσάντες, η συζήτηση για τις γούνες είναι παιδαριώδης».
Καυστικός και προκλητικός
Από τον καυστικό σχολιασμό του δεν έχουν ξεφύγει ούτε μεγάλα ονόματα του παγκόσμιου καλλιτεχνικού και πολιτικού στερεώματος. Στις αρχές Φεβρουαρίου του 2012 ο Λάγκερφελντ προκάλεσε παγκόσμια αίσθηση όταν δήλωσε για την πολυβραβευμένη τραγουδίστρια Αντέλ ότι είναι «λίγο πιο παχουλή» από όσο θα έπρεπε. Τα λόγια του εξόργισαν τους Βρετανούς και ο ίδιος ζήτησε συγγνώμη προκειμένου να περισώσει ό,τι μπορούσε. Στις 31 Ιουλίου του ίδιου έτους, κατά την εξύμνηση της Κέιτ Μίντλετον, και ενώ μιλούσε για τη «ρομαντική ομορφιά» της, προσέθεσε κάτι που ίσως καλό θα ήταν να είχε παραλείψει: «Δεν μου αρέσει βέβαια το πρόσωπο της αδελφής της. Θα έπρεπε να δείχνει μόνο την πλάτη της», προσβάλλοντας, σκόπιμα ή μη, την αδελφή της Δούκισσας του Κέιμπριτζ, Πίπα Μίντλετον. Τον Φεβρουάριο του 2013 σχολίασε τα μαλλιά της πρώτης κυρίας της Αμερικής, με αφορμή την εμφάνισή της με νέο χτένισμα την ημέρα των γενεθλίων της, στις 17 Ιανουαρίου, αποκαλώντας το χτένισμά της «μια πολύ κακή ιδέα» που κάνει τη Μισέλ Ομπάμα να μοιάζει με «παρουσιάστρια ειδήσεων».
Ο άνθρωπος πίσω από τα μαύρα γυαλιά
Ποιος ήταν πραγματικά ο σχεδιαστής που κρυβόταν πίσω από τα μαύρα γυαλιά ηλίου και ποια η ανθρώπινη πλευρά του; Ως γόνος πλούσιας οικογένειας με λαμπρό βιομηχανικό παρελθόν, μεγάλωσε καλομαθημένος και με τεράστια αλαζονεία σε πολλά θέματα. Πέρασε από πολλά κύματα για να οικοδομήσει το μύθο του και αυτό τού το αναγνωρίζουν όλοι, μαζί με το αστείρευτο και πηγαίο ταλέντο του που δεν ξεθώριασε μετά από τόσες δημιουργικές δεκαετίες.
Αγαπημένο του βιβλίο ήταν ο Φάουστ και στο κομοδίνο του επέμενε να κρατά λεξικά διαφόρων γλωσσών. Του άρεσε να συλλέγει έπιπλα, βιβλία, περιοδικά, ακόμα και διαμερίσματα. Τα ραντεβού μαζί του έμοιαζαν με λότο και ποτέ δεν πραγματοποιούνταν με λιγότερο από μία ώρα καθυστέρηση. Η τσαπατσουλιά ήταν το ελάττωμα που δεν άντεχε, οι φόρμες, το ρούχο που μισούσε θανάσιμα -«αποτελούν συνώνυμο της ήττας για την προσωπικότητα του ανθρώπου» έλεγε. Τα τατουάζ ήταν μια μανία που απεχθανόταν -«είναι σαν να κοιμάσαι σε ένα τυπωμένο μπλουζάκι που ξέβαψε». Η φρενίτιδα των selfies τον εξόργιζε: «Τι ηλεκτρονικός αυνανισμός είναι πάλι αυτός με τα παραμορφωμένα πρόσωπα;».
Ο ιδιόρρυθμος δημιουργός ήταν ένας άνθρωπος που ζωγράφιζε τα σχέδιά του σε ένα μπλοκάκι που είχε δίπλα στο κρεβάτι του, που ζήλευε, που θεωρούσε τον έρωτα υπερτιμημένο, που αγαπούσε την Coca-Cola και που ήθελε να ζήσει άλλα 120 χρόνια για να δει τον κόσμο να εξελίσσεται. Δεν τα κατάφερε, αλλά άφησε πίσω του μια τεράστια κληρονομιά, καλλιτεχνική αλλά και πραγματική.
Καθώς ο σχεδιαστής δεν είχε παιδιά, βιολογικά ή υιοθετημένα, αλλά και κανέναν νόμιμο κληρονόμο, επικρατέστεροι κληρονόμοι του σχεδιαστή, είναι ο 12χρονος βαφτισιμιός του Hudson Kroenig και η γάτα του.
Η Choupette δεν είναι μια απλή γάτα, αλλά η μούσα του σχεδιαστή, έχει δικό της λογαριασμό στο Instagram και έχει ήδη τη δική της περιουσία, καθώς η εμπορική της δραστηριότητα της απέφερε πολλά κέρδη. Ο Λάγκερφελντ την αγαπούσε τρελά και της παρείχε τα πάντα, σαν να ήταν παιδί του. Δύο βοηθοί τη φρόντιζαν διαρκώς και την άφηναν ποτέ μόνη.
Μετά το θάνατό του, όλοι στον κόσμο της μόδας -εχθροί και φίλοι του- υποκλήθηκαν στην ιδιοφυία του και συμφώνησαν σε ένα πράγμα: Το σπουδαιότερο δημιούργημα του Καρλ Λάγκερφελντ ήταν ο ίδιος του ο εαυτός.