Ζωή Λάσκαρη: Τα μεγαλύτερα κεφάλαια της ζωής της
Σαν σήμερα 18 Αυγούστου, η μεγάλη Ελληνίδα star έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 73 ετών.
«Θέλω να πεθάνω ήσυχα. Ούτε επικήδεια φλας, ούτε µετά θάνατον ύµνους, ούτε χειροκροτήµατα, ούτε ετεροχρονισµένες φιλίες από ανθρώπους που όσο ζούσα, ξέρεις, ούτε να τους χέσω», είχε πει λίγο πριν πεθάνει η Ζωή Λάσκαρη σε συνέντευξή της. Η Ζωή Κουρούκλη, όπως ήταν το πραγματικό της όνομα, μισούσε την υποκρισία και αν κάτι τη χαρακτήριζε, αυτό ήταν η ευθύτητα σε βαθμό παρεξηγήσεως.
Η επιθυμία της έγινε πραγματικότητα, εν μέρει τουλάχιστον: Πέθανε ήσυχα, στον ύπνο της, στο εξοχικό της στο Πόρτο Ράφτη, μια καλοκαιρινή νύχτα, χωρίς να προηγηθεί κάποια ασθένεια και τα άπειρα δημοσιεύματα που μοιραία θα τη συνόδευαν. Η αλήθεια είναι, βέβαια, ότι υπήρχαν κάποια προβλήματα υγείας, λόγω των οποίων ο γιατρός της την είχε συμβουλεύσει να μην μετακινείται πολύ, αλλά εκείνη τον παράκουσε και λίγους μήνες πριν πεθάνει είχε πάει στην Ιορδανία, για τα γυρίσματα τηλεοπτικής εκπομπής. Παράτολμη και απείθαρχη, ήταν δύο ακόμα από τα χαρακτηριστικά της.
Επίσης, πέθανε στο μέρος που αγαπούσε περισσότερο απ' οποιοδήποτε άλλο, το σπίτι της στο Πόρτο Ράφτη. Ένα σπίτι που μετά το θάνατό της αποτέλεσε την αφορμή για να βγουν στην επιφάνεια οι έριδες ανάμεσα στις δύο κόρες της, τη Μαρία Ελένη και τη Μάρθα, κόρες που απέκτησε από τον γάμο της με τον Αλέξανδρο Λυκουρέζο και τον Πέτρο Κουτουμάνο αντίστοιχα. Έριδες που συνεχίζονται ως σήμερα και ανάγκασαν και τον Λυκουρέζο να πάρει μέρος, αυτό της κόρης του, Μαρίας Ελένης... Ευτυχώς, εκείνη δεν είναι πλέον εδώ για να τις δει.
Όταν η Κουρούκλη έγινε Λάσκαρη
Η Ζωή Λάσκαρη γεννήθηκε στις 12 Δεκεμβρίου 1944. Το πραγματικό της όνομα ήταν Ζωή Κουρούκλη. Με αυτό το όνομα πήρε μέρος στα καλλιστεία του 1959 και στέφθηκε Σταρ Ελλάς σε ηλικία μόλις 15 ετών, κάτι που δεν επιτρεπόταν, όμως η ίδια είχε πει ψέματα για την ηλικία της, δηλώνοντας ότι είναι 17 ετών. Ο διαγωνισμός έγινε στα «Αστέρια» της Γλυφάδας και δεν ήταν ανέφελη. Μέλη της παραθρησκευτικής οργάνωσης «Αγ. Αθανάσιος» είχαν συγκεντρωθεί έξω από τα «Αστέρια» και φώναζαν συνθήματα κατά των καλλιστείων, τα οποία εκείνη την εποχή δεν ήταν και ότι πιο συμβατό με τα ήθη της κοινωνίας. Ένα μήνα αργότερα, η Ζωή Κουρούκλη βρέθηκε στο Λονγκ Μπιτς της Νέας Υόρκης για το διαγωνισμό Μις Υφήλιος. Δεν κέρδισε κανέναν τίτλο, πήρε όμως αυτό που μάλλον ήθελε περισσότερο: Την απαιτούμενη δημοσιότητα ώστε να μπορέσει να μπει στο χώρο του θεάματος. Στον οποίο την έβαλε, φυσικά, ο Γιάννης Δαλιανίδης.
Ο Δαλιανίδης μόλις την είδε μαγεύτηκε και της έδωσε το πρωταγωνιστικό ρόλο στην ταινία του «Κατήφορος». Ο ίδιος, μαζί με τον Φίνο, ήταν εκείνοι που της άλλαξαν το όνομα από Κουρούκλη σε Λάσκαρη, ώστε να μην την μπερδεύει το κοινό με την διάσημη τότε τραγουδίστρια, Ζωή Κουρούκλη, η οποία ήταν ξαδέλφη της.
Η Ζωή Λάσκαρη έκανε ένα εκκωφαντικό ντεμπούτο στον κινηματογράφο, τόσο λόγω της εμφάνισής της -που ελάχιστα θύμιζε τη μέση Ελληνίδα της εποχής- όσο και λόγω του ταπεραμέντου της. Προκλητική όσο πήγαινε και ακόμα περισσότερο, ήταν δύσκολο να περάσει απαρατήρητη ακόμα και από τον πλέον αδιάφορο.
Η Ζωή μεγάλωσε ορφανή από πατέρα τον οποίο, όπως έλεγε η ίδια, τον σκότωσαν οι αντάρτες, αλλά και από μητέρα την οποία έχασε σε ηλικία επτά ετών. Πέρασε τα πρώτα χρόνια της στη Θεσσαλονίκη, κάνοντας παρέα μόνο με αγόρια, «γιατί μόνο με αυτά είχα πράγματα να πω», όπως έχει διηγηθεί η ίδια. Σχολείο πήγε στις Καλόγριες ως εσωτερική, κάτι που μάλλον την έκανε να ασφυκτιά. Ίσως αυτός ήταν και ένας λόγος που θέλησε να απελευθερωθεί μέσα από τον αστραφτερό και «χαλαρό» κόσμο του θεάματος.
Ένας κόσμος που την απορρόφησε απόλυτα, η Λάσκαρη ενσωματώθηκε σε αυτόν, τόσο που καθόρισε στο μέλλον τα πάντα, ακόμα και την προσωπική της ζωή.
Κεφάλαιο «Κουτουμάνος»
Ο πρώτος της σύζυγος, ο εφοπλιστής Πέτρος Κουτουμάνος δεν μπόρεσε ποτέ να δεχτεί την ανάγκη της γυναίκας του για έκθεση. Ο γάμος τους γίνεται πρωτοσέλιδο και η ίδια θα παραδεχτεί αργότερα ότι στο πρόσωπο του κατά πολύ μεγαλύτερου συζύγου της θα βρει το υποκατάστατο του πατέρα. Η επιμονή της στην καριέρα της βρίσκει αντίθετο τον συντηρητικό σύζυγό της, ο οποίος συγκρούεται συχνά μαζί της για τον τρόπο ζωής της. Του φαίνεται αδιανόητο ότι η Ζωή παίζει και ξενυχτάει ακόμα και όταν είναι έγκυος στη Μάρθα. Εσωστρεφής ο ίδιος, αντιπαθεί σφόδρα τους διάφορους συμπρωταγωνιστές της Ζωής. Σα να είχε ένστικτο... Στο πρόσωπο ενός από αυτούς, του Τόλη Βοσκόπουλου, Η Λάσκαρη βρίσκει μερικά χρόνια αργότερα, το 1971, τον μεγάλο έρωτα. Στις 5 Φεβρουαρίου του ίδιου χρόνου, φεύγει από το σπίτι του Κουτουμάνου μαζί με τη μικρή Μάρθα και δύο βαλίτσες.
Κεφάλαιο «Τόλης»
Η ταινία «Μαριχουάνα Στοπ» έκοψε 312.260 εισιτήρια στην Ελλάδα. Εκτός από τις ερμηνείες των ηθοποιών και τα εντυπωσιακά χορευτικά του Βαγγέλη Σειληνού, στο κοινό άρεσαν πολύ και τα τραγούδια του Μίμη Πλέσσα, που ερμήνευσε ο Τόλης Βοσκόπουλος: «Κι εσύ θα φύγεις», «Μ’ ανάστησες καρδιά μου», «Μη σε νοιάζει», «Το Φεγγάρι πάνω θεέ μου». Το σημαντικότερο όμως για τον Βοσκόπουλο ήταν η γνωριμία του με τη Ζωή Λάσκαρη, καθώς κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων, πλέχτηκε το μεταξύ τους ειδύλλιο που κράτησε τρία χρόνια και απασχόλησε τις κοσμικές στήλες της εποχής. Η αδελφή του τραγουδιστή έχει πει: «Τρελάθηκε ο άνθρωπος. Αυτό έπαθε όταν γνώρισε τη Ζωή. Και ξέχασε και σπίτι και δουλειά και συνεργάτες και τα πάντα και έφυγε μαζί της», Ο έρωτας αυτός σήμανε και το τέλος του γάμου του με τη Στέλλα Στρατηγού. Η ταινία βασίστηκε στο ομώνυμο θεατρικό κείμενο του Δαλιανίδη το οποίο ανέβηκε την ίδια περίοδο από τον θίασο της Δέσποινας Στυλιανοπούλου. Η Λάσκαρη έκανε τότε το θεατρικό της ντεμπούτο. Η ηθοποιός, παρόλο που πρωτοεμφανίστηκε στον κινηματογράφο το 1961, μέχρι τότε δεν είχε πρωταγωνιστήσει στο θέατρο. Στην παράσταση τραγουδούσε ζωντανά και ο Τόλης Βοσκόπουλος....
Το τέλος της σχέσης τους ήλθε όταν εκείνη πήγε στην Αμερική με τον επόμενο σύντροφό της, που λέγεται ότι ήταν ο Σωκράτης Κόκκαλης. Ο Βοσκόπουλος το έμαθε και έκανε ένα τεράστιο ταξίδι με το πλοίο για να τη βρει, καθώς δεν έμπαινε ποτέ του σε αεροπλάνο. Η σχέση τελειώνει και ο Βοσκόπουλος πέφτει σε κατάθλιψη, η οποία κρατάει χρόνια. Η σχέση της Ζωής με τον Κόκκαλη δεν κρατάει πολύ, επιστρέφει στην Ελλάδα, συνεχίζει την καριέρα της και κάποια στιγμή στην πορεία γνωρίζει τον άντρα με τον οποίο θα έμενε μέχρι το θάνατό της.
Κεφάλαιο «Λυκουρέζος»
Ο Αλέξανδρος Λυκουρέζος, πέρα από πετυχημένος δικηγόρος ήταν κυρίως και πρώτα από όλα «ο Λυκουρέζος της Ζωής», αφού, όπως γράφει και η τελευταία σελίδα του βιβλίου «Δικηγορικό γραφείο Λυκουρέζου»: «Ο Λυκουρέζος της Ζωής ύστερα από τριάντα τέσσερα χρόνια γάμου, όταν βλέπει στο κινητό του τον αριθμό του δικού της, το πρόσωπό του φωτίζεται και το σώμα του πετάγεται από την καρέκλα ασυναίσθητα, χωρίς να το καταλαβαίνει ο ίδιος, διακόπτοντας χωρίς δεύτερη σκέψη οτιδήποτε άλλο κάνει, για να της φωνάξει «Αγάπη μου! Λατρεία μου! Ψυχή μου!» και να της μιλήσει με τον τρόπο με τον οποίο οι περισσότεροι άνθρωποι δεν έμαθαν ποτέ να μιλούν στον έρωτά τους».
Η Ζωή Λάσκαρη τον είχε επισκεφτεί για μια υπόθεση της, στο γραφείο του το 1976. Παντρεύτηκαν στο Μετόχι του Πανάγιου Τάφου, μακριά από τα φλας. Στο γάμο παρόντες ήταν μόνο ο κουμπάρος Λευτέρης Παπαδόπουλος και η κόρη της Μάρθα. Μέσα σε τρεις μήνες από τη γνωριμία τους, οι δυο τους βρέθηκαν παντρεμένοι, δεμένοι με μεγάλη αγάπη, γνωρίζοντας ευτυχείς στιγμές αλλά και αντιξοότητες, τριβές και δυσκολίες, που άντεξαν μέχρι το θάνατο. Όπως είχε πει ο Αλέξανδρος Λυκουρέζος σε παλαιότερη συνέντευξη που είχε παραχωρήσει μαζί με τη Ζωή Λάσκαρη: «Ο Λευτέρης Παπαδόπουλος ήταν ο πρώτος άνθρωπος που πληροφορήθηκε τη βραδινή μας έξοδο, κοινός φίλος και στη συνέχεια κουμπάρος μας. Μετά το δείπνο στην παραδοσιακή ταβέρνα του Ζαφείρη στην Πλάκα, δεν πέρασε πολύ καιρός και της ζήτησα να γίνει γυναίκα μου». Εκείνη από την πλευρά της, είπε: «Η αγάπη είναι το μυστικό. Η συντροφικότητα. Το νοιάξιμο. Αυτό ήθελα πάντα. Και να συνειδητοποιούν πως είμαι η Ζωή, είτε στο σπίτι μου, είτε στο πλατό, είτε στις δημόσιες εμφανίσεις μου. Δεν μπορώ να είμαι πολλές Ζωές μαζί. Δεν είναι του χαρακτήρα μου. Πριν από τον Αλέξανδρο, οι περισσότεροι άνδρες με αντιμετώπιζαν σαν τη Ρίτα Χέιγουορθ: κοιμόντουσαν με τη Λάσκαρη και ξυπνούσαν με τη Ζωή. Έχω ερωτευτεί μέχρι θανάτου. Έχω πέσει στα πατώματα, έχω φάει κλοτσιές, έχω φάει κέρατο. Γιατί ερωτεύονταν τη Λάσκαρη και όχι τη Ζωή. Ξυπνούσαν και έλεγαν «τι σταρ είναι αυτή να μαγειρεύει, να πλένει και να φροντίζει το σπίτι;». Γιατί ήθελαν να με βλέπουν όπως με είχαν στο μυαλό τους. Ενώ εγώ ήθελα να με βλέπουν όπως είμαι».
Κεφάλαιο «πολιτική»
Παρότι ανήκε ξεκάθαρα στον χώρο της Δεξιάς, έτρεφε ιδιαίτερη αδυναμία στον Λεωνίδα Κύρκο και είχε εξομολογηθεί ότι τον ψήφισε στις κρίσιμες εκλογές του ’81, παρότι το προηγούμενο βράδυ κρατούσε τη σημαία της Νέας Δημοκρατίας στην τελευταία προεκλογική συγκέντρωση του Ράλλη. Έτρεφε τεράστια αδυναμία στον Κωνσταντίνο Καραμανλή: «Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής ήταν ο σπουδαιότερος Έλληνας πολιτικός του 20ού αιώνα. Οι συζητήσεις μαζί του ήταν απόλαυση. Σε μία από τις συναντήσεις μας μου είχε εξομολογηθεί: “Στέγνωσα την ψυχή μου για να μην έχω αχίλλειο πτέρνα”. Οι πρώην βασιλείς έρχονται πάντα στις παραστάσεις μου, έχουν μια πολύ καλή σχέση με το θέατρο. Και είναι τιμή για μένα να παρακολουθούν τη δουλειά μου. Αυτή τη στιγμή γίνεται μια γιγάντια προσπάθεια να στηθεί ένα κράτος που ήταν διαλυμένο, ανύπαρκτο. Είμαι εξοργισμένη με την τρόικα. Πολλά από αυτά που ζητούν ή απαιτούν πράγματι έπρεπε να τα είχαμε εφαρμόσει δεκαετίες πριν ώστε να μην έχουμε δώσει το δικαίωμα σε αυτά τα ασήμαντα ανθρωπάκια να μας υποδεικνύουν τι πρέπει να κάνουμε», έλεγε σε συνέντευξή της τα χρόνια της κυβέρνησης Σαμαρά.
Είχε δεχτεί και να πολιτευθεί και η ίδια για ένα διάστημα στον Δήμο Αθηναίων, επί εποχής Αβραμόπουλου, αλλά γενικότερα δεν της άρεσε να υπάγεται σε ένα κόμμα. Παρόλα αυτά, τις καλύτερες θεατρικές κριτικές τις είχε δεχτεί από την «Αυγή», ενώ είχε και πολλούς φίλους από τον χώρο της Αριστεράς. Μετά το θάνατό της, η Ρένα Δούρου έγραψε στο Facebook: «Σε ευχαριστώ για το τσιγάρο και για το τσίπουρο που μοιραστήκαμε. Σε ευχαριστούμε πολύ και για τόσα άλλα»...
Κεφάλαιο «φίλοι»
Μπορεί οι έρωτες να περνούσαν στη ζωή της, οι φίλοι όμως ήταν πάντα εκεί, πιστοί ως το τέλος, όπως και οι άνδρες συμπρωταγωνιστές της. Αγαπούσε πολύ τον Κώστα Βουτσά, με τον οποίο έκανε παρέα, ενώ είχε αδυναμία στον Αλέκο Αλεξανδράκη: «Από παρτενέρ μου ξεχωρίζω ασυζητητί τον Αλέκο Αλεξανδράκη», έλεγε για εκείνον. «Είναι το μάλαμα. Χωρίς δεύτερη σκέψη. Για να μη σου πω ξανά τον Αλέκο Αλεξανδράκη, τον Αλέκο Αλεξανδράκη και από κει και πέρα όλοι οι άλλοι. Η συνεργασία μαζί του μου είναι αλησμόνητη». Ιδανική σχέση διατηρούσε με όλους τους άνδρες που έκανε στενή παρέα, ακόμα και με τους γαμπρούς της, τους άνδρες που παντρεύτηκαν οι κόρες της Μάρθα και Μαρία Ελένη.
Λάτρευε τον Βλάσση Μπονάτσο με τον οποίο διατηρούσε στενή φιλία, αλλά και τον Απόστολο Γκλέτσο παρότι ο γάμος του με τη μικρότερη κόρη της Μαρία-Ελένη, όταν εκείνη ήταν 19 και εκείνος 31, έχει μείνει ως ένας από τους πιο σύντομους στην ιστορία της σόουμπιζ. Σε δύο μήνες είχε εκδοθεί το διαζύγιο, ενώ ήταν ακόμα νωπές οι εικόνες από το γαμήλιο γλέντι, στο οποίο η Ζωή είχε κλέψει την παράσταση για μια ακόμη φορά.
Κεφάλαιο «Πνευματικότητα»
Η Λάσκαρη τόνιζα συχνά στις συζητήσεις της ότι ήταν Τοξοτίνα, γεννημένη στις 12 Δεκέμβρη. Ήταν επίσης λάτρης των ζωδίων και στενή φίλη με τον Κώστα Λεφάκη. Γνωστή σε όλους ήταν και η βαθιά της πίστη στον Θεό. «Εγώ δεν χρειάζομαι ψυχαναλυτή, αφού έχω από μικρή πνευματικό», έλεγε και δεν σήκωνε αντίρρηση για οτιδήποτε αφορούσε τα θέματα της πίστης της. Η βαθιά αυτή πίστη, όμως, δεν άφησε χώρο στη ζωή της για σοβαροφάνειες:
Χαρακτηριστικό είναι το περιστατικό με την κυκλοφορία της αφίσας από την ταινία «Εγωισμός» το 1964, όπου πρωταγωνιστούσε με τον ήδη διάσημο στο εξωτερικό Σπύρο Φωκά, με τους δυο τους να βρίσκονται σε θερμή περίπτυξη στο κρεβάτι. Η Αστυνομία έσπευσε να σκεπάσει τα γυμνά σώματα της αφίσας ξεσηκώνοντας, ωστόσο, τους θεατές που μίλησαν για ξεκάθαρη λογοκρισία. Η Λάσκαρη δεν πτοήθηκε φροντίζοντας, όπως έκανε πάντα, να προκαλέσει ακόμα περισσότερο τους αστυνομικούς: Φωτογραφήθηκε στο μπάνιο του σπιτιού της, μέσα στις σαπουνάδες, για λογαριασμό της εφημερίδας «Εμπρός», η οποία την τίμησε με το πρωτοσέλιδό της γράφοντας με τεράστια γράμματα «Ανατομία ενός κοινωνικού φαινομένου και της Ζωής Λάσκαρη!». Το αποτέλεσμα ήταν οι εισπράξεις της ταινίας να εκτοξευτούν στα ύψη, όπως έγινε και με άλλες ταινίες που θεωρήθηκαν τότε προκλητικές λόγω της παρουσίας της Ζωής Λάσκαρη.
Αυτές οι αντιφάσεις της, ήταν τελικά και το υλικό που έπλεξε το μύθο που άφησε πίσω της η Ζωή.
Πηγή φωτογραφιών: instagram