Έφυγε σε ηλικία 91 ετών ο διάσημος συνθέτης Ennio Morricone
Ποιος δεν αναγνωρίζει την χαρακτηριστική μουσική του στο «The Spaghetti Western».
O βραβευμένος με Oscar συνθέτης Ennio Morricone, ο οποίος έντυσε με την μουσική του περισσότερες από 500 ταινίες, έφυγε από τη ζωή στη γενέτηρά του, τη Ρώμη. Ο θάνατος του Ιταλού συνθέτη οφείλεται σε επιπλοκές οι οποίες προκλήθηκαν έπειτα από την πτώση του -την περασμένη εβδομάδα- κατά την οποία έσπασε το μηρό του.
Υπήρξε πατριώτης! Παρ' όλη την τεράστια επαγγελματική του επιτυχία δεν εγκατέλειψε ούτε στιγμή την γενέτηρά του Ιταλία. Λάτρης της τρομπέτας, ο Morricone κέρδισε το Όσκαρ για τη σύνθεση του στην ταινία του Quentin Tarantino «The Hateful Eight»(2015) ενώ ήταν επίσης υποψήφιος για την μουσική των ταινίων: «Days of Heaven» του Terrence Malick (1978), «The Mission» του Roland Joffe (1986), «The Untouchables»του Brian De Palma (1987) και «Malena» του Giuseppe Tornatore (2000).
Γνωστός και ως «Ο Maestro», έλαβε επίσης ένα τιμητικό Όσκαρ το 2007 (το βραβείο του δόθηκε από τον Clint Eastwood) για τις «υπέροχη και πολύπλευρη συνεισφορά του στην τέχνη της κινηματογραφικής μουσικής» ενώ είχε τιμηθεί με 11 βραβεία David di Donatello, τα πιο τιμητικά βραβεία που δίδονται στην τέχνη στην Ιταλίας.
Οι ώριμοι ήχοι του Morricone εμπλούτισαν επικά την ταινία του Sergio Leone «A Fistful of Dollars» (1964), το «For a Few Dollars More» (1965), το «The Good, the Bad and the Ugly» (1966) -3 ταινίες στις οποίες πρωταγωνίστησε ο Clint Eastwood-, το «Once Once a Time in the West» (1968) και το «Duck, You Sucker» (1971). «Η μουσική του Morricone ήταν απαραίτητη, επειδή οι ταινίες μου θα μπορούσαν ουσιαστικά να είναι σιωπηλές, -οι διάλογοι δεν είναι τόσο σημαντικοί-. Έτσι η μουσική υπογράμμιζε δράσεις και συναισθήματα περισσότερο από τον διάλογο»,είχε πει κάποτε ο Leone, ο οποίος πέθανε το 1989.
Η εφεδρική εστίαση του Morricone σε ένα όργανο - όπως η σόλο τρομπέτα στο «The Good, the Bad and the Ugly», ή το όμποε, εμπλούτισε τη συνεισφορά του σε κάθε έργο. Ο συνθέτης αγαπούσε τον ήχο της ηλεκτρικής κιθάρας και της άρπας και χρησιμοποίησε -πέρα από μουσικά όργανα- και φυσικούς ήχους όπως κουδούνια, σφυρίγματα, ουρλιαχτά ζώων, ήχους πουλιών, χτύπους ρολογιών, πυροβολισμούς και φωνές γυναικών για να προσθέσει στα έργα του χροιές που δεν μπορούσε κανείς να βρει μέσα σε μια κονσόλα ενός studio.
«Όλα τα είδη ήχων μπορούν να είναι χρήσιμα για να μεταφέρουν το συναίσθημα… είναι μουσική που αποτελείται από τον ήχο της πραγματικότητας», είχε πει ο Morricone. Ο συνθέτης συνεργάστηκε με τον Leone για τελευταία φορά στο «Once Upon a Time in America» (1984) και περίπου 12 φορές με τον Tornatore, συμπεριλαμβανομένου του «Cinema Paradiso» (1988), το οποίο κέρδισε Oscar καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας. Δεν του άρεσε ο όρος «spaghetti Western» και σημείωσε ότι η δουλειά του σε αυτό το είδος ταινιών αντιπροσώπευε μόνο ένα κλάσμα της καριέρας του.
Αυτό είναι προφανές, καθώς το λαμπρό του έργο περιλαμβάνει συνεργασίες με άλλους αξιόλογους σκηνοθέτες όπως ο Gillo Pontecorvo (The Battle of Algiers του 1966), ο Don Siegel (Two Mules for Sister Sara του 1970), ο Bernardo Bertolucci, ο John Boorman (Exorcist του 1977), ο Edouard Molinaro ( La Cage aux Folles του 1978), ο John Carpenter ( The Thing του 1982),ο William Friedkin (Rampage του 1987),ο Brian De Palma ( The Untouchables του 1987), ο Pedro Almodovar (Tie Me Up! Tie Me Down! του 1989), ο Franco Zeffirelli ( Hamlet του 1990), ο Wolfgang Petersen ( In the Line of Fire του 1993), ο Mike Nichols ( Wolf του 1994) και ο Warren Beatty (Bulworth του 1998).
Ο Ταραντίνο, που ήταν μεγάλος θαυμαστής του Moriccone, χρησιμοποίησε μερικές από τις συνθέσεις του για τις ταινίες Kill Bill, Django Unchained και Inglourious Basterds. Σε μια συνέντευξή του τον Ιανουάριο του 2016, ο Morricone είπε ότι η συνεργασία με τον σκηνοθέτη στο Hateful Eight ήταν «τέλεια ... γιατί δεν μου έδωσε κανένα στοιχείο, καμία οδηγία. Έγραψα τη μουσική χωρίς ο Quentin Tarantino να γνωρίζει τίποτα γι' αυτό και μετά ήρθε στην Πράγα όταν το ηχογράφησα και ήταν πολύ ευχαριστημένος. Έτσι, η συνεργασία βασίστηκε σε εμπιστοσύνη και μεγάλη ελευθερία για μένα».
Ο Ennio Morricone γεννήθηκε στις 10 Νοεμβρίου 1928, στη Ρώμη. Ο πατέρας του, ο Μario, ήταν τρομπετίστας και η τρομπέτα ήταν το πρώτο όργανο που έπαιξε ο νεαρός τότε Ennio. Άρχισε να γράφει μουσική σε ηλικία 6 ετών. Όταν ήταν περίπου 8 ετών, ο Morricone γνώρισε για πρώτη φορά τον Leone στο δημοτικό σχολείο. Παρακολούθησε το Ωδείο Santa Cecilia, όπου σπούδασε μουσική με δάσκαλο τον Ιταλό συνθέτη, Goffredo Petrassi. Ο Morricone συνέθεσε μουσική για θεατρικές παραστάσεις και έπαιζε ως μουσικός σε ορχήστρα που ειδικεύτηκε στη μουσική για ταινίες. «Οι περισσότερες από αυτές τις συμμετοχές που είχα ήταν πολύ κακές μουσικά και πίστευα ότι εγώ θα μπορούσα να τις γράψω αλλά και να τις αποδώσω καλύτερα», είπε σε μια συνέντευξη του το 2001. «Μετά τον πόλεμο, η κινηματογραφική βιομηχανία ήταν αρκετά ισχυρή εδώ στην Ιταλία… αλλά αυτές οι νέες ρεαλιστικές ταινίες δεν είχαν την κατάλληλη μουσική. Χρειαζόμουν χρήματα και νόμιζα ότι θα ήταν καλό να γράφω μουσικά θέματα για ταινίες. Μετά όλα πήραν τον δρόμο τους...»