Τα καλοκαίρια θά πρεπε, για μένα, να επιβάλλονται, να συνταγογραφούνται.
Λειτουργούν θεραπευτικά, λυτρωτικά, μεταβατικά, καθαρτικά, αναγεννησιακά, αποσυμφορητικά. Ακόμα και ακυρωτικά, ανάλογα με τη διάθεση, τη φάση ζωής και την ανάγκη. Απομακρύνουν, μεγενθύνουν, στρογγυλεύουν, ενισχύουν, απεμπλέκουν, ξεθωριάζουν, αποφορτίζουν.
Δεν αναφέρομαι στις διακοπές, αλλά στα καλοκαίρια σαν εποχή, σαν διάθεση, σαν συμβολισμό.
Πάντα το αγαπούσα το καλοκαίρι. Είχα τη θεωρία από παιδί ότι η πραγματική ζωή ξετυλίγεται από το Μάιο μέχρι και το Σεπτέβριο. Οτιδήποτε άλλο, είναι διάλειμμα, προετοιμασία, αναγκαίο κακό, καψόνι κάπως. Γι αυτό είχα καταλήξει ότι γεννήθηκα Μάιο. Για να ζω, να αναπτύσσομαι,να εκφράζομαι, να απλώνομαι, να κερδίζω, να απολαμβάνω κατά τους ζεστούς μήνες. Απ τον Οκτώβριο, από πολύ μικρή επιλέγω μία άτυπη, γκρίζα, μη αντιληπτή σε τρίτους, στάση αναμονής, νάρκη. Κυρίως συναισθηματική, εσωτερική, βαθιά. Μονοδιάστατα θλιβερή. Θα είμαι ειλικρινής. Στην ουσία δεν δίνω ευκαιρία σε καμμία άλλη εποχή να μπει μέσα μου και να με κερδίσει. Επιθετικά στέκομαι - στα μυστικά βέβαια και στα αθόρυβα - ακόμα και απέναντι στα Χριστούγεννα.
Ο καιρός, τα χρόνια, με επιβεβαίωσαν. Όλα, αν όχι όλα, τα περισσότερα, δικά μου στείρα κοσμογονικά, όλα όσα πλήγωσαν, αφαίρεσαν, στέρησαν, πόνεσαν κόβωντας την αναπνοή, συνέβησαν χειμώνα. Απώλειες χωρισμοί, ατυχήματα, αρρώστιες, προδοσίες, ακούσιες αλλαγές, συνδυάστηκαν με πάπλωμα και καλοριφέρ. Με κρύο. Όχι γιατί οι μήνες είναι περισσότεροι και στατιστικά είναι πιο λογικό και αναμενόμενο. Γιατί έτσι είναι καταγεγραμμένο στο δικό μου το τετράδιο.
Δεν ήταν ρόδινα όλα τα καλοκαίρια.
Ακόμα και τώρα που γυρνάω πίσω χρονιά χρονιά και κατατάσσω ανθρώπους, στιγμές, εμπειρίες, κομμάτια μου και τα ταξινομώ, τα τακτοποιώ, τα ξαναερμηνεύω, το παραδέχομαι. Είχε ζόρικα καλοκαίρια, ατελείωτα, αποπνυκτικά. Που η ελευθερία και ο άδειος χρόνος, έφεραν ανασφάλεια και θλίψη, κενό και έλλειψη.
Υπήρχαν, υπάρχουν καλοκαίρια που η επαφή έγινε - γίνεται συνωστισμός, η οικογένεια μέγγενη, η ενόχληση αγωνία και εφιάλτης, η σχέση ασφυξία, η συνήθεια ελάττωμα, η άνεση ασυδοσία, η συγχώρεση αδιαφορία. Και πάλι όμως ήταν - είναι καλοκαίρια και τα προτιμώ.
Κρατάω τα καλοκαίρια των πρώτων δώδεκα χρόνων. Αυτά στο άλμπουμ – αλήθεια δεν υπάρχουν παρά ελάχιστες εικόνες – έχουν Μυτιλήνη ως θέσφατο, δεδομένο. Έχουν πολλή μαμά, κι ας δούλευε εκεί και τότε, με μπάνιο στην πλάζ του ΕΟΤ και μεσημέρια στη βεράντα μας τζιτζίκια. Έχουν γιασεμί, Πλάτωνα και Μαριάννα, τον Ανδρέα και τον Απόστολο, εκδρομή στο Μόλυβο και απογεύματα στο πάρκο. Έχουν μπάνιο χωρίς αντηλιακό και παγωτό ξυλάκι κρέμα σοκολάτα. Μία μόνο η επιλογή στο ζαχαροπλαστείο ΣΕΡΑΝΟ. Ακολούθησε η ΓΑΡΔΕΝΙΑ. Έχουν τη νονά και τη γιαγιά να πηγαίνουν με κρεπαριστό μαλλί στο καρέ. Έχουν κρύο ντους μετά τη θάλασσα στον κήπο με το λάστιχο για να μη μπούμε με φύκια και άμμο στο σπίτι. Έχουν σινεμά με δύο ταινίες αν αντέχαμε. Τη Γαλάζια Λίμνη δεν έπρεπε να την είχαμε δει. Μήνες δεν με παιρνε ο ύπνος ότι θα βρεθώ μόνη ναυαγός. Κι έχουν και αστερισμούς στο παράθυρο της μαμάς και πεύκο μπροστά και κουνουπιέρα στο κρεβάτι.
Τα επόμενα δέκα, ήταν αλλιώτικα, λιγότερο αβίαστα.
Εχουν έρωτες, στην αρχή με το μεγαλύτερο αγόρι στο διπλανό σπίτι που έφευγε το απόγευμα με τα ποδήλατο την ίδια ώρα κάθε μέρα. Αργότερα με αδελφούς φιλενάδων μου και άλλους παραθεριστές. Κι άρχισε να έχει πρόγραμμα η μέρα, ειδικά ντυσίματα για κάθε περίσταση και πλαστικά χρωματιστά βραχιόλια. Η μουσική στη διαπασών κι ταχύτατη απομάκρυνση απ τους μεγάλους αν τύχαινε να διασταυρωθούμε με τα αντικείμενα του πόθου στην προκυμαία. Δήθεν προχωρούσα μόνη μου, ανεξάρτητη.
Έχουν πάρτυ με γονείς και εφήβους, disco seven, take five pub και Έσπερο. Έχουν αγωνία για τηλεφωνήματα στη συσκευή με το καλώδιο. Κάποια απ την Αθήνα. Απ τους εκεί τους έρωτες. Του χειμώνα. Δεν έχουν παγωτά τόσα, είχαν αρχίσει οι δίαιτες και τα αυτοσχέδια προγράμματα διατροφής. Εγκληματικά συνήθως. Αλλά τόσο αποτελεσματικά τότε.
Μετά ήρθε η δουλειά και τα καλοκαίρια σα να απέκτησαν άλλη υφή. Συρρικνώθηκαν κάπως και απαίτησαν ευελιξία και εναλλαγές για να τα προλάβουμε όλα. Την αρνήθηκα τη Μυτιλήνη, την περιφρόνησα για λίγο, την περιόρισα. Θεωρούσα μ έπνιγε, μ εκανε μικρή ενώ ήθελα να είμαι μεγάλη.
Ήρθαν τα ετήσια ταξίδια με τη μαμά, οι δυό μας κι έγιναν παράδοση και απάγκιο για 7-8 χρόνια. Στοίχημα το χα ότι την επόμενη χρονιά θα το ξανακάναμε. Ασφαλιστική δικλείδα. Κι ας περνούσα ώρες στο δωμάτιο να μιλάω με το γραφείο. Μαγκιά έλεγα τότε να δουλεύεις στις διακοπές. Ανοησίες, λέω τώρα. Κάποια χρονιά δεν το ξανακάναμε.
Παράλληλα, καλοκαίρια με σχέσεις. Όχι πια φανταστικές, πλατωνικές αλλά πραγματικές. Με συμβίωση και συζητήσεις, υποχωρήσεις και αποδοχές. Καλοκαίρια μοιρασμένα. Σε προσδοκίες, υποχρεώσεις, υπόλοιπα αδείας και κοσμικές παραλίες. Καλοκαίρια με όρια, με περιορισμούς, με προδιαγραφές περιοδικών και απογοητεύσεις. Καλοκαίρια χωρισμών, ξανασμιξιμάτων και σεξ. Καλοκαίρια με λίστες και υποχρεώσεις.
Τα μεστά ενήλικα καλοκαίρια έρχονται συνειδητοποιημένα και αρκετά απενοχοποιημένα, με απόπειρα να συνδυάσουν στοιχεία από κάθε περίοδο. Τα καλά συνήθως, αλλά και μερικά απωθημένα άλλων εποχών. Απομυθοποιημένα πια, επιτρέπουν να μπουν στις εικόνες νέα πρόσωπα, καινούρια μέρη, νέες παραδόσεις, χωρίς να μπορούν όμως να αποδώσουν με τα ίδια χρώματα, γεύσεις και υφές τις ανακουφιστικές αναμνήσεις. Από κεκτημένη ταχύτητα και πολιτική ορθότητα, είναι πολύβουα και γυαλιστερά, αλλά πλέον διαφορετικά.
Το καλοκαίρι είναι η εποχή που πιο έντονα αναζητώ τις προσδιοριστικές σταθερές μου, τη βάση μου . Να τις ξαναζήσω , να επιβεβαιώσω ότι είναι ακόμα εκεί και βάζουν πλάτη, να αισθανθώ ασφαλής, προστατευμένη, σίγουρη. Να είναι οι ίδιες.
Δεν είναι.
Κι όμως δεν τις χρειάζομαι πια. Γιατί είναι εγώ. Το καλοκαίρι.