Αποφάσισα – με δυσκολία και δισταγμό είναι η αλήθεια – ότι έφτασε η ώρα να σας πω μια ιστορία με που τυράννησε πολύ.
Ότι θέλω, χρειάζομαι ίσως, να πω την ιστορία που με ένα τρόπο εξελισσόταν παράλληλα με τη ζωή μου, για μεγάλο χρονικό διάστημα, κάπως σαν φόντο, σαν παράσιτο, και αν είμαι ειλικρινής, αν αποδεχτώ το μέγεθος και το εύρος της, σε πολλά και για πολύ, με καθόρισε, με σχημάτισε. Όχι ωραιοποιημένα και αποστασιοποιημένα όπως συνηθίζω να την βάζω συχνά σε τίτλους τώρα που την έφερα σε σειρά, αλλά ωμά, γυμνά. Με τις άσχημες πτυχές, αυτές που είχαν νύχτες με κλάματα, και αυτοτιμωρίες, ψέματα και κλειδώματα. Μεταφορικά αλλά και πραγματικά.
Μία ιστορία που με ταλαιπώρησε. Μου στέρησε. Χρόνο πολύ. Ώρες, μέρες, ακόμη δεν τολμώ να πω χρόνια. Μη και συνειδητοποιήσω τα χαμένα, κι είναι πιο πολλά απ’ όσα κρύβω κι από μένα. Εμπειρίες, απολαύσεις, ευκαιρίες. Ενδεχομένως, επιλογές.
Μία συνθήκη που με πολέμησε. Με εξάντλησε ανά περιόδους. Και πάντα την αντιμετώπιζα εχθρό αυτόνομο, εξωτερικό, ξένο, που ‘χει βαλθεί να με βλάψει. Ποτέ κομμάτι μου. Διαδικασία, άμυνα ή αδυναμία μου. Αυτοκαταστροφική έστω, επιθυμία.
Μου πήρε χρόνια να την παραδεχτώ ακόμα και στον εαυτό μου. Να την πολεμήσω στα ίσια, δεκαετίες.
Να τη μοιραστώ , η πρώτη φορά. Θα το προσπαθήσω. Τώρα που μπορώ να την δω από απόσταση. Να την μετρήσω. Που την κέρδισα στη μάχη περίπου πριν μερικά χρόνια. Δεν την ξεπέρασα ποτέ τελείως. Απλώς τελευταία την τοποθέτησα σε σημείο που το βρίσκω αποδεκτό. Και την καταθέτω για να την ξορκίσω. Να μην πάρει διαστάσεις ποτέ και με ξανακαταπιεί.
Απίθανο πια το θεωρώ αλλά...για σιγουριά.
Νομίζω μπορώ να προσδιορίσω το ξεκίνημά της. Προφανώς όχι την βαθύτερη αιτία, τουλάχιστον όχι εδώ, αλλά την πρώτη μέρα που για μένα έγινε χειροπιαστό το πρόβλημα : Το βάρος, η απαραίτητη εικόνα τελειότητας, αναγκαία προϋπόθεση για όλα.
Ήταν ένα πάρτι παιδικό στη Μυτιλήνη, καλοκαίρι τέλη δημοτικού και φορούσα μία φόρμα σορτσάκι. “Νομίζω πρέπει να προσέξεις λίγο” μου είπε γιαγιά μου, με αψεγάδιαστο φυσικά, ωραίας, καλογερασμένης αστής. “Σα να πάχυνες. Να μειώσεις τα παγωτά.” Και η εμφάνιση έπαψε να είναι δώρο δεδομένο, όπως είχα εισπράξει – προφανώς όχι επαρκώς – αλλά αποτέλεσμα πάλης πολέμου, ρινγκ. Ποτέ αβίαστη.
Η εμφάνιση έγινε πεδίο αέναης εξέτασης, διαγώνισμα καθημερινό, μεζούρα αυτοπειθαρχίας και κατά συνέπεια δύναμης θέλησης.
Η εικόνα, έγινε σιωπηλή στην αρχή, απόλυτα φωναχτή και επικριτική με τον καιρό, αφορμή αξιολόγησης και ένδειξη, απόδειξη, διαβατήριο επιτυχίας ή άτακτης οπισθοχώρησης. Σε όλα.
Ήμουν τόσο ικανή, αποτελεσματική, έξυπνη, δημοφιλής, ενεργητική, συμμετοχική, όσο ωραία, αδύνατη, ελκυστική θεωρούσα ότι έδειχνα.
Σταδιακά οι δραστηριότητες, η συναισθηματική και πρακτική εμπλοκή, η απόλαυση, η προσπάθεια σε κάθε τομέα - μαθήματα, σπουδές, φιλίες, κοινωνικότητα, κοινά, έρωτες - συνδέθηκαν απαρέγκλιτα με το επίπεδο ανόδου ή πτώσης στην κλίμακα εξωτερικής εμφάνισης . Μίας κλίμακας ρευστής, υποκειμενικής, ουδέποτε ή σπάνια ρεαλιστικής, μη λογικής και απόλυτα δικής μου προσωπικής αισθητικής.
Τους κανόνες, τις προδιαγραφές, τα ζητούμενα τα έθετα η ίδια. Δεν είχε να κάνει με αποδεκτά ή μη, κοινωνικά στερεότυπα, τουλάχιστον όχι συνειδητά ή σε πρώτη ανάγνωση. Δεν ακολουθούσα συμμαθητές, φίλους, γονείς, φωτογραφίες. Ευαγγέλιο είχα την εικόνα μου όπως θα ‘θέλα να είναι, όπως έκρινα ότι διαμορφωνόταν στις καλές που εποχές, στις μέρες με πρόσημο θετικό. Κι εχθρούς, πολέμιους, αντιπάλους όσους την σχολίαζαν υπερβολική, μη απαραίτητη, ανεδαφική αυτή τη διαδικασία.
Και πήρε διαστάσεις αφύσικες αυτή η πάλη. Ακυρωτικές.
Έγινε αυτοδιαπραγμάτευση για τα καθημερινά, τα δεδομένα και τα αυτονόητα. Έγινε εργαλείο αυτοκαταστροφικό , επικίνδυνο και πολύ σκοτεινό. Έγινε παράλληλη πραγματικότητα που στην έξαρσή της κατάπινε την κανονική.
Αν δεν είχα ακολουθήσει το πρόγραμμα διατροφής που έκρινα αποδεκτό, δεν πήγαινα σχολείο, πανεπιστήμιο αργότερα ίσως και στη δουλειά. Αν ξέφευγα απ’ το νούμερο που έβαζα δικλείδα, δεν πήγαινα στο πάρτι, στη συναυλία, στο σινεμά, στην έξοδο, στο ραντεβού, στο ταξίδι. Ακόμα και στην επαγγελματική συνάντηση διακυβεύοντας κερδισμένα, καίρια και σημαντικά, χωρίς δεύτερη σκέψη, χωρίς ανησυχία.
Παρορμητικά. Ηδονικά τιμωρητικά.
Αν έτρωγα το γλυκό στο τραπέζι, δεν πήγαινα στην εκδρομή. Αν δοκίμαζα τη σοκολάτα, επέστρεφα το δώρο των γενεθλίων.
Κι αυτό έγινε νόρμα και μετά δικαιολογία. Φοβάμαι το interview για αυτή τη θέση, θα μου το αφαιρέσω κάνοντας βραδινή επιδρομή στο ψυγείο. Άλλωστε αν το ήθελα, το λαχταρούσα πραγματικά και το εξέταζα ως ενδεχόμενο, θα έπρεπε να είχα καταφέρει να συγκρατηθώ. Κι ήταν ανακουφιστική η ψευδαίσθηση ελέγχου σε αυτό τον κύκλο
Αδύναμη έγινα, ανασφαλής, αναποφάσιστη. Μίκρυνα στις προκλήσεις, κρύφτηκα στις δυσκολίες, συρρικνώθηκα στις αποφάσεις. Αργότερα θα τις έπαιρνα, όταν θα είχα σταθεί βράχος στο αιώνιο test μου. Τότε μόνο θα μου άξιζε.
Έχασα ανθρώπους. Τους αραίωνα όταν τα περιστατικά πύκνωναν, ώστε να μη τα αντιληφθούν. Τους έδιωχνα όταν άρχιζαν να ψυλλιάζονται το μοτίβο. Τους κατακεραύνωνα όταν επιχειρούσαν να με βοηθήσουν να απεμπλακώ. Πρόβαλα όλο το θυμό, την οργή, την απόγνωση, την ανάγκη, σε όσους πλησίαζαν πολύ ώστε να εξουθενωθούν και να παραδώσουν.
Μέχρι που το σύστημα έπαψε να είναι λειτουργικό. Έγινε τροχοπέδη. Παγίδα. Όχι ξαφνικά. Όχι σε μία μέρα. Όχι σεναριακά και σκηνοθετημένα.
Όταν οι απώλειες ξαγρύπνιας έγιναν πιο πολλές απ’ αυτές που μου αναλογούσαν . Τότε τρόμαξα. Φοβήθηκα. Γέμισα. Και προσπάθησα.
Ήταν – ίσως θα είναι πάντα - μία διαδικασία επίπονη, με πολλές ψευδαισθήσεις επιτυχίας και ακόμα περισσότερα πισωγυρίσματα. Με ανθρώπους επίμονους, υπομονετικούς και ενίοτε σκληρούς. Ειδικούς και μη. Και εξωστρέφεια. Και πολλή θλίψη. Και μοναξιά και αυτοαπόρριψη.
Περνάει όμως. Το υπόσχομαι.
Εδώ και περίπου 7 χρόνια δείχνει να πέτυχε.
Και καμαρώνω.