Ανοίγει η Αρένα
Σε κάθε κρίση λέει , αναδύεται, διαφαίνεται, μία ευκαιρία.
Μεγάλη ευκαιρία μάλιστα. Και κάποιοι την διακρίνουν, την οσφραίνονται, την αρπάζουν και την εκμεταλλεύονται. Δεδομένο, ιστορικά μετρήσιμο και στοιχειοθετημένο. Και η ιστορία, ως γνωστόν σε όλους πια, συνεχώς επαναλαμβάνεται. Γιατί είμαστε, χωρίς καμία αμφιβολία, ανεπαρκείς, συναισθηματικά ρηχοί, ανώριμοι, για να μην πω ηλίθια υπερφίαλοι, για να αντιληφθούμε ότι ελάχιστα αποκλίνουμε από μαζικές αντιδράσεις και συμπεριφορές που επανειλημμένως έχουμε δει και σχολιάσει στο παρελθόν. Και θα χρησιμοποιήσω πρώτο πληθυντικό, γιατί φαντάζομαι όσο και αν με πιστεύω διαφορετική, ίδια θα είμαι.
Την ευκαιρία λοιπόν της περιόδου, νομίζω την εντόπισα. Και δεν έχει να κάνει με την περίοδο της θεωρητικής για πολλούς, πραγματικής για λίγους απ΄ ό,τι αντιλαμβάνομαι, κοινωνικής απομόνωσης, αλλά με την 5ετία, δεκαετία ενδεχομένως, της ακόρεστης digital έκφρασης. Της χαοτικής παντοδυναμίας που αισθανόμαστε ότι μας δίνει η ηλεκτρονική συμμετοχή σε κυριολεκτικά οτιδήποτε συμβαίνει. Παντού. Σε πραγματικό χρόνο.
Αυτή λοιπόν η συνθήκη δημιουργεί την ξεκάθαρη νέα ευκαιρία μόλις «επιστρέψουμε στην κανονικότητα».
Αρένες. Αρένες με λιοντάρια για ξέσκισμα. Όχι για χριστιανούς. Για όλους. Όλους όσοι αποφασίσαμε ότι δε μας κάνουν γιατί εκφράζουν ή κάτι για το οποίο διαφωνούμε, ή πράττουν κάτι που μας απωθεί, ή τολμούν κάτι που δεν επιχειρήσαμε, ή έχουν αυτό που λαχταράμε, ή είναι αυτό που δεν μπορέσαμε να γίνουμε. Ηδονιζόμενοι θεατές σε ξέσκισμα από θηρία γι' αυτούς στους οποίους ενίοτε προβάλλουμε τα δικά μας σκοτεινά, δεν θα πω ένστικτα, αλλά εσωτερικά απορρίμματα.
Αυτό είναι η επιχείρηση του μέλλοντος.
Τι έχει γίνει ρε παιδιά; Πότε μαζεύτηκε όλος αυτός ο μαύρος θυμός τα τελευταία δέκα χρόνια; Που και θυμό δεν μπορείς να τον χαρακτηρίσεις κοινωνιολογικά αλλά διαβολική κακία. « Σκατοψυχία» όπως έγραψε κι ένας φίλος δημοσιογράφος πρόσφατα. Ποιοι είναι όλοι αυτοί που κατακεραυνώνουν, κρίνουν, αξιολογούν, κατακρίνουν, σβήνουν και ακυρώνουν; Που εξαπολύουν χαρακτηρισμούς και εύχονται θανάτους;
Πότε έγινε αποδεκτό εργαλείο η αισχρή βρισιά και ο χυδαίος χαρακτηρισμός; Πώς δεν πήραμε χαμπάρι ότι έγινε τάση πλέον να στήνουμε στα πέντε μέτρα και να δολοφονούμε χαρακτήρες, προσωπικότητες, πορείες και χιλιόμετρα. Χωρίς δεύτερη σκέψη, στα κλάσματα δευτερολέπτου της αποτύπωσης στα πλήκτρα;
Πώς φτάσαμε να στρουθοκαμηλίζουμε και γίναμε συνένοχοι; Γιατί γίναμε , δεν υπάρχει καμία αμφιβολία, διαβάζοντας και καταναλώνοντας βουλιμικά τα ανάλογα θέματα. Ακόμα και για να τοποθετηθούμε με το αντίστοιχο πολιτικά ορθό και σιδερωμένο ποστάρισμα. Γιατί όλοι οι υπόλοιποι, που τα παρακολουθήσαμε στενά αυτά – δανείζομαι- για το «γιατί δε μίλησε νωρίτερα» , το πανό στο ΠΑΠΕΙ, το Ντουμπάι, τις θεωρίες συνωμοσίας για τον εμβολιασμό, και το πρωί ανοίξαμε τη συζήτηση στο γραφείο «είδες τι έγινε με...», συνένοχοι είμαστε, ή στην καλύτερη, άβουλοι ακόλουθοι. Μάζα. Δεν ξέρω τι είναι χειρότερο.
Ας μου εξηγήσει κάποιος πώς μεγάλωσαν όλοι αυτοί που εύχονται καρκίνους; Που απειλούν παιδιά και καταριούνται οικογένειες. Που στοχοποιούν, ευνουχίζουν και επιτίθενται; Πώς πολλαπλασιάστηκαν με τέτοια ταχύτητα; Πόσα τραύματα ψυχικά οφείλω να τους αποδώσω για να δικαιολογήσω δήθεν τάχα μου.
Ε, βαρέθηκα... Να διαβάζω τις αναλύσεις για την σκοτεινή αλάνα της διαδικτυακής ανωνυμίας που γίνεται λίπασμα ακραίων συμπεριφορών. Σιχάθηκα τις κοινωνιολογικές εξηγήσεις και τις ψυχαναλυτικές ερμηνείες.
Και ντράπηκα, ντρέπομαι, να ανακαλύπτω με απόλυτη βεβαιότητα ότι η δική μου η γενιά καμία ορατή δικαιολογία δεν έχει για την κατάντια στην οποία λαμβάνει μέρος. Ήμασταν αυτοί που, λιγότερο ή περισσότερο σε σχέση με τους προηγούμενους, τα είχαμε όλα. Εκπαίδευση, ελευθερία, πολυφωνία, πρόσβαση, συναισθηματική κάλυψη. Κινηθήκαμε, ξεσπάσαμε, φωνάξαμε, πολιτικοποιηθήκαμε ή αδιαφορήσαμε, διασκεδάσαμε ασύδοτα, ξοδέψαμε απερίσκεπτα, ερωτευτήκαμε επαναλαμβανόμενα , ταξιδέψαμε απρόσκοπτα, ικανοποιήσαμε ηδονές απεριόριστα. Διαβάσαμε, νουθετηθήκαμε, θεωρητικά επιλέξαμε. Μεγαλουργήσαμε, λένε. Μεγαλουργούμε.
Και εμείς οι «σε συνθήκες εργαστηρίου, σε σχέση πάντα με τους παλιότερους, μεγαλωμένοι», δημιουργήσαμε ένα κοινωνικό περιβάλλον αρένας.
«Στερνή μου γνώση να σ' είχα πρώτα», έλεγε η γιαγιά μου και πάντα γελούσα και κορόιδευα πίσω της, θεωρώντας με την αμετροέπεια και την αίσθηση παντοδυναμίας των νεανικών χρόνων, ότι η ευφυία και η πολύπλευρη γνώση υπερτερούν της εμπειρίας. Τεράστια πλάνη. Λάθος.
Λάθος απ' αυτά που μόνο ο χρόνος μπορεί να στα δείξει. Κι όταν πια πειστείς, δεν μπορείς να γυρίσεις πίσω να διορθώσεις. Αξίωμα στη ζωή. Κανείς δεν μπορεί να σου μάθει, να σου μεταδώσει, να σου επιβάλει, να σου επιτρέψει ή στερήσει όσα ο χρόνος.
Όλα τα μάθαμε, εν τέλει, εκτός από ένα. Που θα φαινόταν αυταπόδεικτο, τόσο χορτασμένοι που πορευτήκαμε. Που κομπάζουμε θεωρώντας το δεδομένο.
Να είμαστε συναισθηματικά γενναιόδωροι, γενναιόκαρδοι, γενναιόψυχοι. Γαλαντόμοι στην καλή πρόθεση! Και να μεγαλώσουμε τους επόμενους έτσι.
Αποτύχαμε, όπως όλα δείχνουν, και τώρα εισπράττουμε από τα εισιτήρια στο θέαμα. Κρίμα...