Ιούλιος ήδη και η χρονιά χαρακτηρίζεται περίεργη, αβέβαιη, δυσοίωνη, διδακτική, δύσκολη, αχόρταγη, βαριά.
Κι είναι οι χαρακτηρισμοί βασισμένοι σε απώλειες, ελλείψεις, αναστάτωση. Σε ανασφάλεια, σε κινούμενη άμμο, αποπροσανατολισμό και αγωνία. Σε απεγνωσμένες υποσυνείδητες προσπάθειες να επαναφέρουμε το περιβάλλον μας σε δεδομένα που γνωρίζουμε να διαχειριστούμε, να κατανοήσουμε αυτά που συμβαίνουν με έννοιες που έχουν κάποιο νόημα, τις έχουμε συναντήσει στο παρελθόν και κάπως ξέρουμε να τις τοποθετήσουμε. Επαναλαμβάνουμε αυτιστικά σχεδόν τις πρακτικές που γνωρίζουμε και ελέγχουμε για να επαναφέρουμε την καραμέλα «κανονικότητα» που αλίμονο κι αν ξέρουμε τι εμπεριέχει.
Απώλειες είχε το 2020 μέχρι τώρα. Κενά αέρος απότομα, τρομακτικά, βασανιστικά με μία συναρπαστική, αν θέλουμε να είμαστε αντικειμενικοί, ιδιαιτερότητα. Περπατούσαμε όταν μας έτυχαν. Σταθερά, γήινα, στιβαρά. Γι αυτό και μας συνέθλιψαν.
Το 2020 είχε πρόθεση, σκοπό, διάθεση να με καταπιεί, αποφάσισα. Έτσι το αξιολόγησα προσπαθώντας να κάνω μερικά βήματα πίσω,να το μετρήσω ψύχραιμα, κάπως ψυχρά, καθώς ανασυντάσσομαι για να το παρακάμψω. Δεν το βλέπω σαν μάθημα, ευκαιρία ή άσκηση. Περισσότερο σα μαύρο ανέκδοτο, χαιρέκακο αστείο ή χρωστούμενη απ' τη ζωή εκδίκηση για κάτι που προφανώς υπερφίαλα απόλαυσα περισσότερο απ' όσο έπρεπε. Τα πιστεύω αυτά. Τα ζυγίσματα.
Δεν είναι όμως απώλειες οι προφανείς μόνο, οι διάφανες, οι ορατές. Αυτές που ορίζονται από κύκλους ζωής, που αφαιρούν ρόλους και αλλάζουν τη δυναμική της θέσης, τον τίτλο και τον αυτοπροσδιορισμό. Αυτές κάπως τις καταλαβαίνεις, τις τοποθετείς μέσα σου, τις αποδέχεσαι ως αναμενόμενες αργά ή γρήγορα, ως αναπόφευκτες . Ακόμα και ως λυτρωτικές μπορείς να τις πεις σε στιγμές ψυχαναλυτικής αποκρυπτογράφησης. Ανακουφιστικές. Πύλες προς το επόμενο. Έτσι τις μαλακώνεις, τις στρογγυλεύεις και ζεις αρμονικά μαζί τους , περνώντας σταδιακά από τα γνωστά ή απόλυτα προσωπικά και εξειδικευμένα στάδια του όποιου πένθους.
Τις άλλες, τις ύπουλες, τις πρόστυχες, τις υπόγειες απώλειες δεν έμαθα να διαχειρίζομαι ακόμα, δεν συνήθισα να τις προσπερνώ, δεν ξέρω πώς να τις μετρήσω, να τις εξηγήσω, να τις καταπιώ. Είναι αυτές που με κρατάνε ξάγρυπνη, που με κάνουν τόση δα μικρή, που με πατάνε στην ανάσα και ρίχνουν πάνω μου ταβάνια.
Όταν άνθρωποι που επέλεξα για οδηγούς, που τοποθέτησα στο τιμόνι, που έχρισα αλάνθαστους επικεφαλείς ζωής, παράδειγμα και χάρτη, στέκονται λιγότεροι, ξεσκέπαστοι, ξεθωριασμένοι. Άνθρωποι που σεβάστηκα και αναγνώρισα, που παραδέχτηκα. Που ακολούθησα.
Όταν αυτοί που θεωρούσα θεμέλια όταν έχτισα οικοδομήματα, που ακουμπούσα τα βάρη χωρίς αμφιβολία ή δεύτερη σκέψη, δεν είχαν τελικά την υφή, τη δύναμη, την υπόσταση που τους έδινα. Κι όλα όσα είδα από την οπτική τους, όσα απέρριψα ή επέλεξα με τις αξίες τους, όσα θαύμασα μέσα απ τη ματιά τους, ανύπαρκα στέκονται, σχεδόν αόρατα.
Αυτές οι απώλειες στάθμισαν και καταχώρησαν το πρόσημο του 2020 χωρίς να αφήνουν περιθώριο για την όποια αλλαγή του.
Κι ήταν οι συνθήκες οι πρωτόγνωρες που ξεσκέπασαν αυτά που τόσο υποδειγματικά καλύπταμε μέσα στα χρόνια. Άνθρωποι που δεν στάθηκαν, που απουσίασαν, που κιότεψαν. Που κρύφτηκαν πίσω από περιορισμούς και δημόσιες δικαιολογίες για τη μη συμμετοχή τους, για τη βαθιά ανημπόρια τους. Που είχαν τον ρόλο τον πρωταγωνιστικό και έμειναν αθόρυβοι κομπάρσοι παραλύοντας.
Φαντάζομαι με τον καιρό θα αντικατασταθούν, θα γκριζάρουν, θα μετακινηθούν φιδάκι πίσω στην αρχή της διαδρομής. Και θα ξεχαστούν.