Είμαι γυναίκα, λευκή, ψηλή, μετρίου βάρους, ξανθιά –φυσική πριν από χρόνια, βαμμένη τώρα-, με γαλάζια μάτια και αρμονικά χαρακτηριστικά.
Μοναχοπαίδι, γεννημένη σε μεσοαστική οικογένεια, με μεγαλοαστικής ενδεχομένως καταγωγής προδιαγραφές και δεδομένα, από την μία πλευρά και μεγαλωμένη σε ένα σταθερό, συμπαγές, σημαντικά συντηρητικό περιβάλλον ασφάλειας, με πινελιές και διεξόδους ανοιγμάτων, επιλογών και φαινομενική τουλάχιστον ελευθερία.
Έζησα παιδί στις δεκαετίες του '70 και '80 με την απόλυτη πεποίθηση ότι δεν υπάρχει κάτι που μπορεί να σταθεί εμπόδιο σε κάποιον, αν έχει ικανότητες, μυαλό και πειθαρχία στους στόχους και την ηθική πυξίδα του.
Σε μία οικογένεια που και η γιαγιά ακόμη, γυναίκα γεννημένη στις αρχές του προηγούμενου αιώνα, είχε σπουδάσει στο εξωτερικό και με το θάνατο του συζύγου της ανέλαβε τη διοίκηση της οικογενειακής επιχείρησης.
Δε θα μιλήσω για τη μαμά μου που δούλευε, ταξίδευε, διοικούσε και ταυτόχρονα είχε την απόλυτη στήριξη του μπαμπά μου σε όλα αυτά τα της καριέρας, όπως και αντίστροφα. Θυμάμαι να είναι κάπως διαφορετικό το μοτίβο από άλλα σπίτια, ιδίως όταν σύγκρινα τη δική μας ισορροπία με άλλες, παιδιών που συναντούσα το καλοκαίρι στο νησί, αλλά όπως όλα τα παιδιά, θεωρούσα ότι αυτό που εγώ ζούσα ήταν και ο μέσος όρος. Το «κανονικό».
Θεώρησα αυταπόδεικτο ότι θα σπουδάσω για να προχωρήσω όσο πιο πολύ μπορώ και ακόμα πιο δεδομένο ότι θα επιλέξω μόνη μου την κατεύθυνση που μ' ενδιαφέρει.
Πήγα στο καλύτερο ιδιωτικό σχολείο και μου φαινόταν δώρο μεν, ότι το αξίζω δε. Έκανα σπουδές, μεταπτυχιακά όπου θεώρησα με εξυπηρετεί για το παραπέρα, χωρίς δισταγμό και δεύτερες σκέψεις.
Ποτέ μα ποτέ δεν μου πέρασε από το μυαλό ότι θα μπορέσει κάποιος, κάτι , να μου στερήσει την πρόσβαση, αδύνατο να βρω μπροστά μου κλειστή πόρτα για άλλο λόγο εκτός από το ότι δεν θα άξιζα. Ποτέ ότι το ότι είμαι γυναίκα μπορεί να σταθεί τροχοπέδη σε οτιδήποτε.
Σα να μην υπήρχε ως ενδεχόμενο και με απόλυτη βεβαιότητα ότι αυτό δε συνέβαινε σε κανέναν και πουθενά. Για κανένα λόγο ή χαρακτηριστικό της εμφάνισης, της κατεύθυνσης, της «ράτσας», της θρησκείας.
Ουδέποτε ένιωσα να είμαι σε κάτι διαφορετική. Το έβλεπα να κρίνουν και να κοροϊδεύουν παιδιά στο σχολείο για κάποιο φανταστικό ή πραγματικό ελάττωμα – αυτό που σήμερα θα λέγαμε ενδεχομένως bullying - αλλά σαν να συνέβαινε σε κάποια άλλη διάσταση και δεν με αφορούσε.
Δεν το καταλάβαινα, κοιτούσα υποτιμητικά τους επικριτές γιατί η κάθε μορφή λεκτικής βίας μου φαινόταν χαμηλότερου επιπέδου συμπεριφορά για τα δικά μου standards, αλλά ουδέποτε στην πραγματικότητα ενεπλάκην ακόμη και για να το σταματήσω. Με τα σημερινά δεδομένα θα ήμουν ένα είδος συνεργού, αλλά ποτέ δεν μου πέρασε απ' το μυαλό. Το μόνο το οποίο ενστικτωδώς έκανα ήταν να κάνω συχνά παρέα, επιλέγοντας να συμπράξω σε σχολικές εργασίες, αθλητικές ομάδες κλπ. με τους «παρίες». Κάπως το χρωστούσα. Δεν σκέφτηκα ότι κι αυτό τότε μάλλον ρατσιστικό θα το λέγαμε σήμερα καθώς εκπορευόταν από μία αίσθηση ασφάλειας και ανωτερότητας σ' ένα περιβάλλον που θεωρούσα απόλυτα ελεγχόμενο από κάποιον με τα δικά μου χαρακτηριστικά.
Οι γονείς μου δεν σχολίαζαν το διαφορετικό. Σπάνια θυμάμαι σχόλια που αφορούσαν σεξουαλικές προτιμήσεις, χρώμα δέρματος, φύλλο, εθνικότητα, τάξη κι αυτά μάλλον αποδοχής. Παρ' όλα αυτά θυμάμαι να έχω πάει σε επιθεωρήσεις και να έχω γελάσει με ακραία σκετς ανάλογου περιεχομένου, και το ίδιο έκανα με αμέτρητες ελληνικές ταινίες με ρόλους καρικατούρες. Και με απόλυτη συστολή – για να μην πω αβεβαιότητα - αντιμετώπισα τους έγχρωμους συμφοιτητές μου στην Αγγλία όταν καθίσαμε πρώτη φορά δίπλα στο αμφιθέατρο. Αμηχανία.
Όχι βασισμένη σε κάποια εκλογίκευση, αλλά μάλλον στην έμφυτη αλαζονεία που μου επέτρεπαν τα χαρακτηριστικά μου, τακτοποιημένα στο μυαλό μου και τον τρόπο που έζησα ως, τα «κανονικά».
Με τον καιρό όμως, άρχισαν να γίνονται κουβάρι στο μυαλό μου έννοιες και όροι που δεν με είχαν απασχολήσει ποτέ σαν κάτι ξένο και δακτυλοδεικτούμενο. Θεωρούσα ότι όποιες επαναστάσεις είχαν πραγματοποιηθεί στο παρελθόν, όποιες εξεγέρσεις έγιναν και αφορούσαν χαρακτηριστικά και κάθε είδους εννοούμενη διαφορετικότητα – η λέξη και μόνο εμένα που φαίνεται φορτισμένη ρατσιστικά-, αιματηρές, πνευματικές, επίμονες, ιδεολογικές, επιτυχημένες ή μη, είχαν μεταδώσει τα μηνύματα και είχαν εκπληρώσει τους στόχους τους, κι είχαν πια γίνει μέρες για να θυμόμαστε, να γιορτάζουμε, Παγκόσμιες Μέρες κατά...
Κάηκαν τα σουτιέν, αποφυλακίστηκε ο Νέλσον Μαντέλα, καθιερώθηκε ό,τι πιο συμβατικό και συντηρητικό για ομόφυλα ζευγάρια όταν έγινε –χωρίς λόγο κατά την άποψή μου- ζητούμενο, καθιερώθηκαν οι αλλαγές φύλου, γυναίκες έγιναν πρωθυπουργοί, αρχηγοί, στρατιωτικοί. Οι τηλεοπτικές διαφημίσεις καλλυντικών απεικονίζουν γυναίκες όλων των εθνικοτήτων και σωματότυπων, η ανεξιθρησκεία έγινε δικαίωμα, το Απαρχάιντ και Αουσβιτς ταινίες, τα Ανθρώπινα Δικαιώματα από κίνημα, θεσμός και οργανισμός.
Και πάλι για μένα κάπως μακρινά όλα αυτά. Σα να αφορούν άλλους και όχι εμένα. Σα να βλέπω αρχές που θεωρούσα αυταπόδεικτες και οικουμενικές να βγαίνουν στη σέντρα και να αμφισβητούνται απ' την αρχή, με τον πιο παράδοξο τρόπο.
Με την επιβολή τους.
Μία αέναη συζήτηση, μία εξίσωση αδύνατη με ατελείωτους αγνώστους Χ, μία μουρμούρα και διαβούλευση για αυτά που πλέον θα πρεπε να θεωρούμε δεδομένα. Που πάντα θεωρούσα μακρινά μεν, αδιαμφισβήτητα δε. Μία επίμονη προβολή σε επίπεδο εμμονής, κι ένας απροσδιόριστος φόβος ότι το έδαφος έγινε ρευστό και πάλι και ό,τι και να πεις, όποιο χαρακτηρισμό και να κάνεις, όποια αντίδραση και να έχεις, δεν θα είναι πολιτικά ορθή. Κάποια ομάδα θα μειώσεις, θα θίξεις.
Πιάνω τον εαυτό μου να απωθείται από την προσπάθεια να επιβληθεί η όποια διαφορετικότητα. Με νέα λεξιλόγια, με ποσοστιαία δυσανάλογα περισσότερες σκηνές σε ταινίες και σήριαλ, με ένα συνεχή διάλογο με παρονομαστή το «άλλο». Και για μένα εκεί ανθίζει ο πραγματικός ρατσισμός. Στην αγωνία.
Τα σκέφτομαι όλα αυτά δυνατά, σε μία προσπάθεια να συνειδητοποιήσω αν οι σκέψεις μου εμπεριέχουν ψήγματα ρατσισμού, μην έχοντας βιώσει κάποιον αποκλεισμό η ίδια. Ενδεχομένως και ναι. Είναι η άγνοια που με κάνει να θεωρώ προφανή την απόλυτη ισοτιμία και ισορροπία ανάμεσα σε όλα τα χαρακτηριστικά; Είναι μία κακώς εννοούμενη πνευματική ανωτερότητα που στην ουσία της είναι ελιτίστικη; Είναι φυσικό να θεωρώ ότι διανύουμε μία απόλυτα μεταβατική περίοδο όπου θεοποιούμε οτιδήποτε διαφορετικό μέχρι να απαντηθούν οι αδικίες του παρελθόντος κοινωνικά και νομικά;
Είμαι η μόνη που θεωρώ ότι και μόνο η έννοια της «διαφορετικότητας» είναι ένδειξη αποκλεισμού και ρατσισμού; Δεν θα έπρεπε να την έχουμε ανάγκη.
Κι ύστερα σκοτώνεται ο Αφροαμερικανός Τζορτζ Φλόιν στην πιο προηγμένη χώρα του πλανήτη, ενώνεται η Nike με την Adidas σ' ένα μήνυμα, και σωπαίνω για να το πιάσω απ΄την αρχή.