Μαμά μου γεια,
Πέρασε η γιορτή της μητέρας κι είπα να σου στείλω δυο λόγια και μερικές οδηγίες, φέτος που οι συνθήκες άλλαξαν για μένα, αναμενόμενα κι όμως τόσο βίαια.
Φαντάζομαι βλέπεις, παρακολουθείς, έτσι λένε. Η αλήθεια είναι δεν τα πολυπίστευα ποτέ όλα αυτά. Τα θεωρούσα γλυκές μεν απλοϊκές δε προσεγγίσεις του τέλους για να μπορούν αυτοί που μένουν πίσω να συνεχίσουν, στρογγυλεύοντας τις γωνίες και μαλακώνοντας αυτό το εσωτερικό ξέσκισμα που αισθάνεσαι με την απώλεια. Το κενό.
Σήμερα επιλέγω να το πιστέψω, να κρατηθώ από κάπου, να στηριχτώ, γιατί μεταξύ μας - το λεγες βέβαια όταν έχασες το μπαμπά σου αλλά θεωρούσα υπερβάλλεις - δεν αντέχεται. Άμα το βάλω στο μυαλό μου, το συνειδητοποιήσω και το αντιληφθώ σαν μόνιμο, σαν μην αναστρέψιμο, κόβεται η ανάσα μου. Για λίγο, για όσο, αλλά σταματάει.
Θα περάσει, δε λέω, το ξέρω. Θα γλυκάνει, θα απομακρυνθεί αλλά θεωρούσα βρε μαμά μου ότι έχοντας περάσει τη δική σου φυγή πριν 7 χρόνια, φαινομενικά ανώδυνα, κάπως αβασάνιστα, ότι ήξερα να το διαχειριστώ. Ότι γνώριζα να προτάξω τη λογική του κύκλου, της φυσικής εξέλιξης των πραγμάτων, της θεωρίας που θέλει τη ζωή στενεμένης ποιότητας και ευελιξίας να μην έχει την ίδια αξία και απόλαυση γι' αυτόν που την περνάει, τη βεβαιότητα της δικής μου υλικής απεξάρτησης από γονιό πια εδώ και χρόνια, αλλά γελάστηκα.
Δεν γελάστηκα απλώς, έπεσα, τσακίστηκα, και καταλαβαίνω ότι είναι ακόμα μόνο η αρχή. Ίσως τότε με σένα ήταν πιο βατό γιατί έμενε πίσω εκείνος δυνατός, προστατευτικός, απόλυτα ενεργός και σίγουρος. Ενδεχομένως να σ' έβλεπα καιρό να ταλαιπωρείσαι και να υποφέρεις και να 'ξερα ότι η παραμονή σου μόνο επώδυνη σου ήταν. Πιθανόν πάλι και να αισθανόμουν ατρόμητα νέα, σίγουρη και ανίκητη.
Άλλωστε δεν υπήρχε κανένας λόγος να αλλάξει η θέση μου στην οικογένεια και η όποια ευθύνη μου απέναντι σε μία κακώς εννοούμενη και τελικά σημαντικά υπερτιμημένη, ενηλικίωση. Συνέχιζα να παραμένω το παιδί κάπου κι ας έπαιζα, συχνά με επιτυχία, το ρόλο της ώριμης.
Πέρασε καιρός...
Σκέφτομαι μαμά εσύ θα σαι χαρούμενη τώρα. Την Κυριακή που γιόρταζαν οι μαμάδες, συμπληρώθηκαν 40 μέρες απ' το θάνατό του - τη λέξη την γράφω να την βλέπω γραμμένη μήπως και τη συλλάβω - άρα, σύμφωνα μ' αυτά που λένε, πρέπει πια να έρχεται κάπου προς τα κει. Σε σένα. Ελπίζω να σε βρει. Δεν ξέρω πώς γίνονται αυτά τα πράγματα.
Θα θελα να σε παρακαλέσω να του πεις όλα όσα δεν πρόλαβα και μερικά που μαζεύτηκαν τον τελευταίο μήνα. Κάποια αν γίνεται, να του τα κρύψεις, να τα διασκεδάσεις, γιατί ξέρεις πώς είναι, στεναχωριέται, τα μαζεύει αλλά δεν μιλάει για να μην επιβαρύνει.
Συγνώμη να του πεις που τον άφησα μόνο του, φοβισμένο, την τελευταία μέρα στην εντατική, όταν μου τράβηξε το χέρι να μη φύγω. Θεώρησα το απόγευμα στο επισκεπτήριο θα τον έβλεπα πάλι. Έτσι με διαβεβαίωσαν. Έπρεπε να καταλάβω. Πρώτη φορά φοβόταν. Και κρύωνε. Έξω ήμουν, δεν έφυγα να ξέρει. Πιθανόν να το ξέρει.
Να μην ανησυχεί, με προσέχουν, μ' αγαπάνε. Περισσότεροι απ' όσοι φανταζόμουν. Σηκώνω σχεδόν κάθε βράδυ το τηλέφωνο να του τα πω. Ποιος με πήρε, ποιος τον πήρε, πόσοι στέκονται σπαθί σε μένα για κείνον. Και το κλείνω. Με ανέλαβε ο κύριος Δημήτρης πες του. Και η Τόνια. Κι άμα βγω έξω και γυρίσω, παίρνω τη Φαίη ότι κλείδωσα.
Να μην του πεις ότι η τόση αγάπη του μπορεί να 'γινε και παγίδα συναισθηματική για μένα που πάντα τη θεωρούσα υπεραρκετή, απόλυτη, σαρωτική και ουδέποτε επέτρεψα σ' άλλον άνθρωπο να πλησιάσει. Ανάγκη δεν είχα. Πού να χωρέσει άλλη αγάπη; Και ποια να μοιάσει; Κι ας περίμενε χρόνια να βρω κάποιον για να δει μια συνέχεια. Δεν το 'πε ποτέ. Το λαχταρούσε, ξέρω.
Να του πεις θα προχωρήσω μπροστά έτσι όπως πάντα έλεγε. Με δύναμη, κουράγιο, φόρα, αξιοπρέπεια, αυτάρκεια, ανεξαρτησία . Ποτέ να μη δώσω δικαίωμα να με δουν να λυγίζω. Να με δουν να πέφτω. Μεταξύ μας βέβαια, ίσως έκανε λάθος. Πώς να αντέξεις κάποιες φορές τον πόνο, την απόγνωση και το αδιέξοδο μόνος σου; Αλλά θα προσπαθήσω.
Θα σταθώ όπως στεκόταν. Περήφανη.
Να αποφύγεις να του πεις πως με κακόμαθε. Έπρεπε να μ' είχε αφήσει να χτυπήσω κάποιες φορές. Να δυσκολευτώ, να στερηθώ. Να αγωνιστώ χωρίς δίχτυ ασφαλείας. Θα είχα μάθει ν' αντιμετωπίζω δυσκολίες, αναποδιές, απώλειες, αποτυχίες και τώρα θα 'μουν αλλιώς.
Ξέρεις μαμά, είναι πολύπλοκο να ενηλικιώνεσαι απότομα, όταν ήδη έχεις μπει και προχωρήσει στη μέση ηλικία, έχοντας αφήσει υπερφίαλα, κεφάλαια ολόκληρα ανέγγιχτα θεωρώντας τα περιττά. Μη με παρεξηγείς. Το έβλεπα, το απολάμβανα, με βόλευε. Ήλπιζα να κρατήσει κι άλλο η ζωή σαν λούνα παρκ. Και τώρα πρέπει να βγω απ τα παιχνίδια. Σα να έχω σφηνώσει.
Να του ξαναπείς ευχαριστώ. Όσο πιο πολλές φορές μπορείς. Για τη γενναιοδωρία ψυχής, για το μεγαλείο ενός γονιού πανταχού παρόντα. Στο σχολείο, σε βόλτες μας, παιδικές χαρές, εξορμήσεις, ταξίδια, διαβάσματα, συζητήσεις. Για τα βιβλία που από 6 χρονών μου έπαιρνε να διαβάσω, τις παιδικές παραστάσεις που πηγαίναμε μαζί, τις εφημερίδες που μ' έμαθε να ξεκοκαλίζω. Για τις επισκέψεις στους καθηγητές, για τα πάρτι και τους χορούς που με περίμενε απ' έξω, για τις ασκήσεις που μου εξηγούσε υπομονετικά πώς να λύσω. Για όλα όσα ζητούσα και ποτέ δε μου αρνήθηκε. Τα δώρα, τα μεταπτυχιακά, τα αυτοκίνητα, ακόμα και το να φεύγει από το σπίτι για να μείνω με τον εκάστοτε φίλο μου τα καλοκαίρια. Για τα μεταμεσονύχτια τηλεφωνήματα για έρωτες, απελπισίες και επαγγελματικά αδιέξοδα. Για το περιθώριο να επιλέγω, να δοκιμάζω, να αλλάζω γνώμη, να αποτυγχάνω, να γίνομαι εγώ. Για τα γέλια και τα πειράγματα, ακόμα και την τελευταία μέρα. Για τα τηλεφωνήματα που δέχομαι ξαφνικά από ανθρώπους που βοήθησε χωρίς ποτέ εσύ ή εγώ να το μάθουμε. Για τα λόγια που ακούω για 'κείνον και ορθώνω ανάστημα. Για όσα έδινε κι ας φώναζα καμιά φορά.
Γιατί μ΄έμαθε να μετράω τους ανθρώπους και ποτέ δεν εντυπωσιάστηκε από τίτλους, ποσά και λάμψη. Κι ας ενθουσιαζόμουν εγώ με φώτα και προσκήνια. Μακριά στεκόταν, διστακτικά, προσεκτικά.
Για όλα όσα άφησε στην εντέλεια τακτοποιημένα. Με οδηγίες για να μη χαθώ. Ακόμα και για τη λειτουργία συσκευών. Τον ξέρεις δα.
Να μην ανησυχεί για τον γατούλη του, να του πεις, θα 'ναι μαζί μου τώρα.
Μην του πεις πως ακόμα δεν τολμώ να ακούσω ένα ηχογραφημένο τηλεφώνημά μας, ούτε πως κλαίω τα βράδια πριν κοιμηθώ.
Θα την βρω την άκρη μου. Σε όλους τους τομείς. Να τον καθησυχάσεις.
Α, και κάτι τελευταίο. Δεν ξέρω πώς λειτουργούν εκεί τα πράγματα αλλά τα τελευταία χρόνια κοιμόταν με το φως ανοιχτό.
Μη ξεχαστείς και του το κλείσεις...