Έβλεπα ένα όνειρο μικρή, εκεί τελειώνοντας το λύκειο. Ένα όνειρο απ’ αυτά τα ζωντανά, που τα βλέπεις μισοξύπνια και τα θυμάσαι καθαρά, χειροπιαστά. Ήμασταν λέει όλοι μαζεμένοι σ ένα χώρο μεγάλο, συμμαθητές, αγόρια που μ' αρέσανε, φίλες, αντίζηλες, κόσμος πολύς και ετοιμάζαμε μία παράσταση χορευτική. Και ντρεπόμουν να φορέσω τη στολή, τη σέξι, την εφαρμοστή για το show, γιατί δεν άντεχα το σώμα και την εμφάνισή μου.
Και την ώρα που πήγαινα να ετοιμαστώ, συνέβαινε κάτι μαγικό, συγκλονιστικό, αναπάντεχο. Ανακάλυπτα ότι το σώμα αυτό που δεν μ’ άρεσε και το ‘κρυβα, το σκέπαζα για τα περισσότερα κιλά του ή αυτά που εγώ αντιλαμβανόμουν ως περισσότερα, ήταν απλώς ένα περιτύλιγμα απ’ το οποίο μπορούσα να βγω, να πεταχτώ. Και από μέσα ήμουν όπως με φανταζόμουν, ιδανική, σίγουρη, εντυπωσιακή.
Και ορμούσα στο γήπεδο των επιδείξεων με τον καινούριο μου αλλά πραγματικό εαυτό και χόρευα μανιασμένα, αισθανόμενη άγρια χαρά, πληρότητα, αισθησιασμό, γοητεία. Επιτυχία. Από κάτω ήμουν όπως ήθελα, καλύτερη απ’ αυτό που ζήλευα, τελειότερη απ’ αυτό που θαύμαζα.
Ποτέ σχεδόν δεν υπήρξα ικανοποιημένη με την εξωτερική μου εικόνα.
Ποτέ δεν αισθάνθηκα ασφαλής, ευχαριστημένη, καλυμμένη απ’ τον τρόπο που έδειχνα. Περήφανη. Ακόμα κι όταν με αντικειμενικά κριτήρια ήταν ύβρις να μην το κάνω. Αχαριστία.
Δεν έχει λογική η αυτοπεποίθηση. Ιδιαίτερα όταν σχηματίζεται. Έχει δικά της μέτρα και σταθμά. Έχει μόνο θυμικό, συναίσθημα. Είναι εύθραυστη, ρευστή, και ευαίσθητη σε ερεθίσματα που δεν ανησυχούν με την πρώτη ανάγνωση. Με τον καιρό μόνο συνειδητοποιείς πως μία σύγκριση, μία απόρριψη, μία απογοήτευση, ένα σχόλιο, μία φωτογραφία από περιοδικό στο εφηβικό λεύκωμα, επηρέασε και συσσωρεύτηκε μαζί με άλλα, εκεί μέσα που ζυμώνονται οι χαρακτήρες, οι αντοχές.
Δεν μπορώ να το αποδώσω σε κάτι συγκεκριμένο, δεν μπορώ να κατηγορήσω το περιβάλλον – το συγχωρέσα πια - , δεν μπορώ να τοποθετήσω χρονικά την αφορμή, αλλά ουδέποτε, τουλάχιστον μέχρι αρκετά μεγάλη, μ' άρεσα.
Και αφού δεν άρεσα στον εαυτό μου, πώς θα μπορούσα να περιμένω να αρέσω στους άλλους, θεωρούσα. Κι ας έδειχναν να μην σταματούν μπροστά σ' αυτά που εγώ έβλεπα ατέλειες. Να μην τα βλέπουν ακόμα. Δεν μπορώ να το αμφισβητήσω. Δέχτηκα πολλή προσοχή, ενδιαφέρον, έρωτα. Με κυνήγησαν, με διεκδίκησαν, με κανάκεψαν. Χωρίς περιορισμούς παρά μόνο στην δική μου ανταπόκριση. Στην ουσία όλα αυτά μετρούσαν μόνο τις περιόδους που έδειχνα όπως πίστευα ότι έπρεπε να δείχνω. Επέτρεπα στον εαυτό μου να τα απολαύσει μόνο όταν τα μεγέθη μου έφταναν στα σωστά. Μόνο τότε αφηνόμουν κι αυτό για λίγο γιατί ξαναξέφευγα και κρυβόμουν πίσω απ’ τη δικαιολογία.
Με τον καιρό βαρέθηκα το πισωγύρισμα κι άρχισα να παίζω ένα παιχνίδι όρων και αυτοδιαπραγμάτευσης που έδειχνε σωτήριο. Πολύ ανακουφιστικό. Αυτό της αναβολής. Όχι τώρα, αργότερα. Δεν θα βγω σήμερα, αλλά όταν φτάσω το στόχο. Δεν θα πάω στο πάρτι, τη συναυλία, τη συγκέντρωση, τη γιορτή, την παράσταση, παρά μόνο αν φορέσω συγκεκριμένο νούμερο. Δεν θα βγω μαζί του, δεν θα φύγουμε Σαββατοκύριακο, δεν θα τον συνοδεύσω δημόσια, δεν θα μείνω μαζί του τη νύχτα, αν δεν θυμίσω ... περιοδικό. Που - μεταξύ μας - δεν έκανα και κάτι για να θυμίσω.
Ακόμα και δουλειές ανέβαλα αργότερα, παρουσιάσεις επαγγελματικές, συναντήσεις σημαντικές, μέχρι η εμφάνιση να συμβαδίζει με αυτή που έκρινα ικανοποιητική. Στην οποία αισθανόμουν παντοδύναμη. Κι ήμουν αδίστακτη στην εφαρμογή. Μου στερούσα έμμεσα ακόμα κι αυτά που λαχταρούσα. Ενδεχομένως ακριβώς γιατί τα λαχταρούσα.
Γιατί δεν τα απολάμβανα ποτέ τα καλά αν δε μου είχα δώσει το πράσινο φως σε ό,τι αφορά την εικόνα. Και σπάνια το έδινα. Ακόμα και τότε όμως, κάτι άλλο με απασχολούσε, και το αποτέλεσμα λειψό.
Δεν πειράζει έλεγα, την άλλη φορά. Αργότερα.
Μοναχική διαδικασία, απόλυτη, πολύ εγωιστική. Δεν είχε να κάνει με τη γνώμη τρίτων, ακόμα και των πιο αγαπημένων, των πιο αξιόπιστων, παρά μόνο τη δική μου αντίληψη. Αν οι άλλοι δεν συμμερίζονταν αυτό που έβλεπα, απλώς τους ακύρωνα. Δεν μπορούσα να αντέξω ένα κομπλιμέντο, να το ανεχτώ ακόμα, αν δεν το αισθανόμουν ακριβές. Και η αλήθεια είναι σχεδόν ποτέ δεν το αισθανόμουν.
Δεν είχε να κάνει με την ορθή σκέψη. Μ' αυτή μπορούσα να διακρίνω τον παραλογισμό. Τον καταλάβαινα. Αλλά πέρασε καιρός να τον αντικρύσω. Ήταν άλλωστε πολύ βολικός σχεδόν απολαυστικός.
Έχασα ευκαιρίες αναβάλλοντας, στιγμές συναρπαστικές, ηδονές ακόμα. Μου στέρησα ξεγνοιασιά, ανεμελιά, απερισκεψία, σε μια εποχή που έπρεπε να τρέφομαι απ’ αυτή. Να είναι καύσιμο ζωής. Ενδεχομένως να ήμουν άλλη αν δεν είχα αναβάλει τόσα – ακόμα και πολλά για τα οποία προετοιμαζόμουν καιρό αλλά δε πληρούσα τις σωματικές προϋποθέσεις όταν έφτανε η ώρα. Τι ς δικές μου προυποθέσεις. Αυτές που εγώ είχα επιβάλλει άγραφο νόμο.
Κανείς ποτέ δε κατάλαβε τους δισταγμούς μου, τις ανασφάλειες, τη δειλία. Πώς θα μπορούσε άλλωστε!
Τα έκρυψα αριστοτεχνικά στις αναβολές μου. «Επιλογές» τις ονόμασα. Και με πίστεψαν.
Τα λέω τώρα που μαλάκωσαν πολύ. Τόσο ώστε να τις κοροϊδεύω, να τις περιγελώ. Τα λέω να ξορκίσω το πόσο μετάνιωσα κι αναρωτιέμαι τι θα γινόταν αν παλιά δεν έκανα πίσω. Πώς θα ήταν τώρα η ζωή μου αν τα βίωνα όλα όσα ήρθαν στο δρόμο μου και τα ήθελα αλλά δεν μου τα επέτρεψα, πόσο πιο ελεύθερα θα λειτουργούσε το μυαλό μου, πώς θα εξελίσσονταν οι σχέσεις μου, αν δεν περίμενα να με δεχτώ πρώτα για να με θέλουν. Ξέρω όμως ότι ακόμα και τώρα να γυρνούσα, τα ίδια θα έκανα. Γιατί θέλει μπόλιασμα η ωριμότητα, με χρόνο και αποτυχίες. Με απώλειες. Αλλιώς είναι «ξένη, δανεική».
Δειλά μετά από τόσο κρυφτό, τα τελευταία 5-6 χρόνια με απολαμβάνω, με χαίρομαι, με αναγνωρίζω. Δεν με αποδέχομαι απλώς. Με γιορτάζω. Για όλα μου τα χαρακτηριστικά, εξωτερικά και εσωτερικά. Μη γελιέστε. Όχι συνεχόμενα. Με πάνω και κάτω. Είναι φορές που θέλω να κρυφτώ κάτω απ’ το πάπλωμα, ή να κλείσω το φως μπαίνοντας στο μπάνιο. Αλλά πολύ λίγες πια. Ελάχιστες. Τις πιο πολλές μου κλείνω το μάτι. Και πιστέψτε με. Άξιζε τον κόπο η αναμονή...