Λυπάμαι που ενδεχομένως θα διαταράξω την πολυπόθητη εικόνα ισορροπίας και συνειδητοποιημένης αποδοχής της συνθήκης των τελευταίων εβδομάδων και ιδιαίτερα ημερών, αλλά καθόλου δεν μπορώ να ελέγξω αυτά που αισθάνομαι για τη σύμβαση στην οποία οφείλω να συμμετάσχω.
Καθόλου δεν πλησιάζω στην εσωτερική ηρεμία και το απολαυστικό προγραμματισμό δραστηριοτήτων που παρακολουθώ και ζηλεύω που με τόση ευκολία και ευελιξία, αρκετοί, πολλοί, οι περισσότεροι ίσως, δείχνουν να γεμίζουν τις ώρες και τις μέρες σε αυτή τη νέα πραγματικότητα. Κι ας ξέρω καλά ότι και αυτή η αντιμετώπιση, άμυνα και άσκηση είναι για να κρατήσει κανείς το μυαλό του σε τάξη και να γαντζωθεί από γνώριμες ρουτίνες τη στιγμή που όλα φαίνεται να αλλάζουν.
Έχω τόσο θυμό μέσα μου, τόσο ανεξέλεγκτη, φρενιασμένη οργή, επιθετικότητα ακόμα, που κλείνοντας τα μάτια βλέπω μόνο κόκκινο. Ντρέπομαι που το λέω. Καταλαβαίνω δεν είναι σωστό, δεν είναι πολιτικά ορθό και αναμενόμενο και προφανώς δεν βοηθάει κανέναν, πόσο μάλλον εμένα.
Και όταν ντρέπομαι πολύ, όταν αισθάνομαι πικρή γεύση γιατί πάλι δε φαίνεται να πληρώ τις προϋποθέσεις που πάντα με θέλουν να δείχνω παντοδύναμη και υπό έλεγχο όταν είμαι αδύναμη, τότε με πιάνουν τα κλάματα. Κάποιες στιγμές δυνατά για λεπτά, πιο συχνά, άφωνα , στα μουλωχτά κι από μένα την ίδια.
Θυμώνω που φαντάζομαι το μέχρι πρότινος πραγματικό στήριγμα της ζωής μου, μέχρι πριν 3- 4 χρόνια και σε πρακτικό επίπεδο, τα τελευταία κυρίως σε ψυχικό, συναισθηματικό, αυτοπροσδορισμού, τον άνθρωπο που ήταν σειρά μου και υποχρέωσή μου να του δώσω όση περισσότερη δύναμη και ανάσα μπορούσα, να κάθεται μόνος σπίτι του, φοβισμένος και ζαρωμένος και να περιμένει. Όχι να περάσει, όχι. Να τελειώσει.
Κι εγώ που τουλάχιστον για 44-45 χρόνια απευθυνόμουν εκεί χωρίς καμία αυτοσυγκράτηση και ζητούσα, ακουμπούσα, απαιτούσα, έπαιρνα και απολάμβανα σε σημείο συχνά κακομαθημένης απρέπειας -ακόμα και αμετροέπειας-, να στέκομαι σήμερα παγωμένη μπροστά σ΄ ένα τηλέφωνο χωρίς να ξέρω πώς να μεταφέρω ανακούφιση μέσα από το «τι κάνεις σήμερα, μην ανησυχείς, μη φοβάσαι».
Και σκίζομαι κομμάτια που μπαίνω για δευτερόλεπτα στην ψυχή, στις αντοχές ενός ανθρώπου που έχοντας δώσει ό,τι ήταν ανθρωπίνως -και όχι μόνο- δυνατό, κάθεται σ' έναν καναπέ και βομβαρδίζεται τηλεοπτικά από την απόλυτη βεβαιότητα ότι το λίγο που του έχει απομείνει του το απομυζούν, η απόλυτη απομόνωση και εκείνη η μπάρα στα γραφήματα που ανεβαίνει συνεχώς και στη βάση γράφει «ευπαθείς ομάδες».
Μανία με πνίγει να διαλύσω, να σπάσω, να καταστρέψω μήπως και κάποιος συγκινηθεί και αύριο το πρωί όταν δευτερόλεπτα πριν ανοίξω τα μάτια μου, ψηλαφώ νοητικά τα δεδομένα, έρθει η πληροφορία και αλλάξει το σενάριο και ήταν απλώς ένα αληθοφανές παιχνίδι μυαλού. Μία άσκηση.
Κακά τα ψέματα όμως. Είναι κι άλλα και δεν πιστεύω ότι τα έχω μονοπώλιο στη σκέψη μου. Θυμώνω που μου διέκοψαν την ροή που έδειχνε να παίρνει μία ομαλή πορεία μετά από πολλά σκαμπανεβάσματα.
Που κάποιος αόρατος -αλλά παντοδύναμος- ανέκοψε τον προγραμματισμό μου. Αυτά όλα που πάλευα, που είχα καταφέρει, που σχεδίαζα, που ήλπιζα, που έγραφα στο ημερολόγιο με γραμμές, χρώματα και τοξάκια. Τον διέλυσε. Επαγγελματικό, προσωπικό, οικονομικό.
Θυμώνω που μ' έμαθαν - μας έμαθαν - ότι άμα προσπαθώ, δουλεύω, παράγω, προσφέρω, μοιράζομαι, ότι όταν είμαι συνεπής, αξιόπιστη , σταθερή, μετρημένη, θετική και επίμονη, δεν υπάρχει καμία περίπτωση να μην τα καταφέρω να περιφρουρήσω τη ζωή και τα δεδομένα μου. Που μ' έπεισαν - μας έπεισαν – ότι στο χέρι μου είναι η ενέργεια να ρέει προς όφελός μου, αρκεί να μάθω να τιθασεύω και να κατευθύνω τους εξωγενείς παράγοντες. Να περιχαρακώνω αυτά για τα οποία πάλεψα. Τώρα;
Θυμώνω με μένα που γύρω μου ανακαλύπτω υπάρχουν άνθρωποι με τους οποίους επέλεξα να συνδιαλέγομαι σε κάθε πτυχή της ζωής μου, που στέκονται μικροί, συρρικώνονται, εξατμίζονται στα νέα δεδομένα.
Που επέμενα να είμαι ακραία σπάταλη, υλικά και συναισθηματικά, γιατί πάντα όσο ήμουν δυνατή και ψυχικά κραταιά, θα βρισκόταν ακόμα και στο παρά πέντε οι λύσεις.
Θυμώνω που κρυβόμαστε και προσπαθούμε να κρατηθούμε από πρακτικές που είναι εμφανές πια , προκλητικά εξόφθαλμο ότι δεν πρόκειται να μας είναι χρήσιμες στο νέο περιβάλλον. Κι ας σχεδιάζω από μέσα μου ακόμα και την ίδια στιγμή που γράφω τη φράση αυτή την καλοκαιρινή μου dolce vita , προσπαθώντας να το ξεγελάσω όλο αυτό.
Και μετά ηρεμώ.
Και μετράω, προσπαθώ να μετρήσω , εξαντλημένη απ' τα κλάματα, τα σπασίματα, την απόγνωση και την απελπισία γι' αυτά που μου χρωστά η ζωή και φαίνεται να πάει να μου κλέψει, το χρόνο με άλλη μονάδα. Τρισδιάσταστη.
Για να φιλοξενήσει τους ανθρώπους που μπορούν να μοιραστούν σιωπές.
Για να χωράει αυτά που εμφανίζονται όταν σταματάς να τρέχεις και να βιάζεσαι. Τα ολόκληρα , τα πλήρη, όχι τα light. Όταν αναγκαστικά, υποχρεωτικά, πρέπει να το διαβάσεις όλο το κείμενο και όχι μόνο τσιτάτα και επικεφαλίδες. Στη δεξιά λωρίδα. Αργά. Είναι μεγάλο το αργά άμα μέχρι τώρα σ' ανακούφιζε το γρήγορα, αλλά πολύ φιλόξενο, σχεδόν προστατευτικό. Στην δεύτερη και τρίτη ανάγνωση. Στην πρώτη δείχνει αυστηρό, ξερακιανό.
Και μετά χαλαρώνω. Κάποιες στιγμές χαμογελάω. Μπορεί και να παραδίνομαι. Αλλά πάλι, μπορεί και όλο αυτό να μου ταιριάζει καλύτερα.
Παίρνω τηλέφωνο το μπαμπά μου. Είναι σχεδόν 83. «Φοβάμαι του λέω».
«Να μη φοβάσαι κοριτσάκι μου», μου λέει, «εδώ είμαι εγώ. Όλα θα πάνε καλά». Είμαι σχεδόν 48.