Ξέρεις μαμά τι γεύση έχει η απώλεια; Τι μυρωδιά, τι ήχο, τι χρώμα;
Ποια είναι η στιγμή που η ανάμνηση παύει να σε κάνει να χαμογελάς, να θυμώνεις ακόμα, κι αρχίζει να σε τραβάει προς τα κάτω, προς τα πίσω, να σε βουλιάζει; Η στιγμή που η έλλειψη σου κόβει την ανάσα;
Η δική μου απώλεια είναι μπλε. Όχι μαύρη που τη νομίζουν οι πολλοί, ούτε γκρίζα. Είναι μέσα μου θαλασσιά. Εδώ και χρόνια. 6 χρόνια. Γιατί είναι απέραντη σαν ουρανός, δεν έχει αρχή, μέση, τέλος κι ας λένε ότι σώζεται, μικραίνει, μαλακώνει. Δεν έχει ορίζοντα, χρονοδιάγραμμα ή συντεταγμένες ώστε να ξέρεις πώς να την αποφύγεις ή να κρυφτείς για λίγο να ανακουφιστείς, να μαζέψεις δυνάμεις. Είναι σα μπόρα κάπως που σ' ακολουθεί κάτω απ' το υπόστεγο.
Είναι σαν – κι ας ακουστώ λυρική – ωκεανός. Με τρόμαζαν πάντα οι ωκεανοί γιατί δεν μετριούνται, δεν ελέγχονται, δεν περιγράφονται. Είναι πιο ισχυροί από μας, σαρρωτικοί, αυτόνομοι και πολύ ελκυστικοί.
Έτσι είναι κι αυτή η συνθήκη που αφαιρεί απ' τη ζωή μας, την καθημερινότητά μας, τα σχέδια και τα όνειρα, ανθρώπους δικούς μας, στενούς, κοντινούς. Γονείς, συντρόφους, σχέσεις πρώτης ανάσας. Κι εσένα.
Με θεωρούσα, ξέρεις, πολύ γενναία. Συνειδητοποιημένη, αυτάρκη, ίσως και σκληρή, απόλυτη , ώριμη, μαγκάκι, στη διαχείριση της δικής μου απώλειας. Της δικής σου.
Ήταν γαλάζια απ' την αρχή, ακόμα και όταν την περίμεναμε, γαλήνια, ευθεία γραμμή. Με τέσταρα μέρα με την μέρα. Από πριν φύγεις. Τη νιώθω, αν μου επιβάλλεται ή τη νικάω, αν την εξωραΐζω ή μετουσιώνεται σε κάτι άλλο, απειλητικό αλλά αόρατο. Μετά όταν έφυγες σ' έπαιρνα τηλέφωνο να ακούσω να χτυπάει, χωρίς πια να το σηκώνεις, μήπως και την κάνω χειροπιαστή. Αλλά δεν το λέω σε κανέναν. Ντρέπομαι. Με κάνει αδύναμη.
Είναι ήχος μαλακός, επαναλαμβανόμενος, φιλικός κατά κύριο λόγο, βελούδινος. Συνόδευε όλα όσα έκανα, συνδυάζεται με όλα όσα λέω. Δεν ενοχλεί. Δεν διακόπτει. Χειρότερο αυτό, πιο επικίνδυνο.
Είναι γεύση λιγωτική, πνιγερή αλλά όχι μόνιμα. Ενίοτε είναι στιφή, ύπουλη. Κάτω απ' τη γλώσσα.
Η μυρωδιά είναι ζωντανή. Είναι γνώριμη, οικεία, είναι μυρωδιά αγκαλιάς. Της -για πάντα- μαμάς μου. Στην αρχή ήταν παντού. Στα δικά μου τα αντικείμενα, σε μέρη καινούρια, σε ανθρώπους που δεν σε ήξεραν. Τώρα είναι σε συρτάρια, σε δωμάτια, σε βιβλία, σε προγράμματα τηλεοπτικά, στη θάλασσα.
Τα συνήθισα όμως. Απ' την αρχή. Τα αποδέχτηκα πριν καν συμβεί. Ήχους, χρώματα, μυρωδιές, γεύσεις. Και έγιναν αυτόματα κανονικότητα.
Και δεν έκλαψα. Ούτε μία φορά. Άθλο το θεώρησα, ωριμότητα μεγάλη, ισορροπία. Προσπάθησα, δε λέω. Με πίεσα, μου επέβαλα ταξίδια μνήμης, επίθεση φωτογραφιών, επίμονα σκαλίσματα σε πράγματά σου. Προσπάθησα να αισθανθώ τα αναμενόμενα. Αυτά που λένε και περιγράφουν ως υγιή. Περίμενα τα στάδια της βιβλιογραφίας να βιώσω για να τα σβήσω απ τη λίστα μου. Ότι τα έκανα σωστά. Και πάω παρακάτω. Τίποτα. Κενό.
Με τον καιρό, σκέφτηκα ότι οι άμυνές μου μάλλον κέρδισαν και με προστάτευσαν πολύ αποτελεσματικά. Αλώβητη βγήκα είπα, κοίτα να δεις μαμά τι κατάφερα. Δεν είναι ότι δεν σ' αγαπώ, αλλά σ' αγαπώ ήρεμα, σκεπτόμενα, οριοθετημένα φαίνεται.
Κι ας ήταν αλλιώς όταν ήσουν εδώ. Κι ας μου λείπες ακόμα και σ' ένα ταξίδι.Κι ας σου ακούμπαγα τα πάντα, σχέσεις, δουλειές, νεύρα, απογοητεύσεις, ενθουσιασμούς, λατρείες, μίση ακόμα. Κι ας ήσουν η πυξίδα, οι απαντήσεις, η σταθερά μου. Η συγχώρεση. Σε όλα. Το ελεύθερο να κάνω τα πάντα. Κι ας μην είχα ανάγκη κανέναν άλλον. Ούτε καν φίλους στενούς. Ποιος άλλωστε μ' αγαπάει χωρίς όρους;
Πέτυχες μαμά μου! Τα κατάφερες! Έγινα πιο δυνατή απ' ό,τι ποτέ φανταζόμουν, πιο πλήρης απ' ό,τι παραδέχομαι. Ίσως και πιο ψυχρή. Μ έκανες σίγουρη και γεμάτη. Γενναιόδωρη. Γι' αυτό δεν έκλαψα φαίνεται. Μέχρι τώρα. Μη θυμώσεις. Μην απογοητευτείς.
Μόνο τα πρωινά, εκεί που σκέφτομαι ν' ανοίξω τα μάτια, που ζυγίζω αν θέλω να συμμετάσχω στη μέρα , που γεμίζει το μυαλό μου σιγά σιγά με τα δεδομένα της τωρινής ζωής μου, στιγμιαία, δεν αντέχεται η απώλεια. Πνίγει, στραγγαλίζει, σκοτώνει.
Έκλαψα μαμά μου. Κι ας σου είχα υποσχεθεί δεν θα το κάνω. Τώρα, 6 χρόνια μετά. Με άλλη αφορμή. Στα κρυφά όμως. Κι άλλαξε το χρώμα, ο ήχος και η μυρωδιά. Είναι πορτοκαλί, φωτεινό. Είναι μουσική χορευτική. Και μυρίζει τριαντάφυλλο. Κίτρινο τριαντάφυλλο.
Και είμαι λιγότερο γενναία πια. Το προτιμώ.