Πέθανε ο μπαμπάς του Παναγιώτη.
Θυμάσαι που μας πήγαινε εκδρομές με το φουσκωτό και μας έβαζε δυνατά τη μουσική για να χορεύουμε στην παραλία; Πόσα χρόνια πέρασαν; Σχεδόν 25.
Έφυγε η μαμά της Φαίης και δεν την παίρνουμε πια να μας ξεματιάσει με το λάδι όταν είμαστε πεπεισμένες ότι η αρνητική ενέργεια φταίει για τον πονοκέφαλο. Σταδιακά σταματήσαμε να αναφέρουμε τον πατέρα του Γρηγόρη που συνήθιζε να πηγαίνει για κρασί κάθε Τετάρτη με το μπαμπά μου και τον κύριο Αντώνη, που έλεγε τις πιο ωραίες ιστορίες στον Πλάτωνα και σε μένα για το νησί μας, χωρίς να αποχωρίζεται ποτέ το ψαθάκι του.
Σταμάτησε να κυκλοφορεί η μητέρα της Άννας, και σε τίποτα δε θυμίζει την έντονη προσωπικότητα που βροντοφώναζε και γελούσε στους διαδρόμους όταν παίρναμε βαθμούς στο σχολείο.
Δε με γνώρισε το καλοκαίρι που με είδε, δε με θυμήθηκε καν, η κυρία Στέλλα που με πατρόν απ το Burda, έραβε μέρα παρά μέρα καινούρια φορέματα στη μαμά μου όταν πήγαινα ακόμα γυμνάσιο. Γέρασε.
Δεν ζει ο μπαμπάς της Μαριάννας που μας πήγε πρώτη φορά στη ντισκοτέκ ένα καλοκαίρι στη Μυτιλήνη και μας περίμενε στωικά να χορέψουμε ...ένα ακόμα.
Μεταίχμιο. Λεπτή γραμμή ανάμεσα στο να είμαστε παιδιά και μεσήλικες, ανυποψίαστοι και υπεύθυνοι, στο ξεκίνημα και στην όψιμη μέση, στο «θα γίνει» και το «πέρασε», στο αγέρωχα «άγουρο» και το οριακά «ώριμο». Στο «θα γίνω» και το «είμαι».
Περίεργη εποχή. Αναμενόμενη, φυσική, κανονική, αλλά φαντάζει ξένη γιατί κανείς μας, είτε έχει προχωρήσει σε δική του οικογένεια και κατά συνέπεια έχει αποκτήσει κι άλλους ρόλους, είτε όχι από επιλογή ή από αδυναμία, δεν έχει ξεφύγει μέσα του απ' την εικόνα την πρώτη, τη νεανική, την παντοδύναμη.
Μόνο όταν απότομα – πάντα είναι απότομα όσο κι αν έχεις προετοιμαστεί -μένεις χωρίς την ασπίδα των γονιών σου, όταν η ζωή με την πολιτική ορθότητα της φυσικής εξέλιξης σε σπρώχνει να καλύψεις τη θέση που άδειασε μπροστά, μόνο τότε φεύγει το έδαφος και πέφτεις στο κενό για να προσγειωθείς άλλος. Να σταθείς ενήλικας. Χωρίς πισωγύρισμα, χωρίς προσαυξήσεις και διορθώσεις. Ό,τι έγινε, έγινε.
Δεν το έχω ακόμα αισθανθεί. Το πέρασα ξυστά κάπως, επιφανειακά , το εκλογίκευσα και το πάγωσα, αποφασίζοντας να κρυφτώ και να μου δώσω παράταση. Να παρατείνω την αφύσικη, φτιαχτή , τραβηγμένη ώριμη εφηβεία για όσο με παίρνει. Με τη λογική το καταλαβαίνω το παράτυπο και το κάπως αρρωστημένο. Το μπλοκάρισμα που μου επιτρέπω. Βλέπω κιόλας τις απύθμενες δυσλειτουργίες τις οποίες είναι μαθηματικά βέβαιο ότι μου επιβάλλω, με πολύ μεγάλο ενδιαφέρον και κριτική διάθεση σα να αφορούν κάποιον άλλο. Αλλά δεν κάνω τίποτα να ξεβολευτώ απ' αυτή τη νάρκη. Τα σκέφτομαι, τα αναλύω, και τα κρύβω. Γενικά αυτή είναι μία μέθοδος στην οποία αρέσκομαι στις συναλλαγές μου με μένα. Έχοντας χάσει τον ένα γονιό, και όντας ξεκάθαρα πλέον, το δυνατό μέλος της οικογένειας, επιμένω με πείσμα να αισθάνομαι εν ενεργεία το παιδί κάποιου, άρα δικαιολογημένα αναβλητική σε ό,τι αφορά κάθε είδους σχεδόν εσωτερικής – εξωτερικά το κλέβω είναι η αλήθεια – συναισθηματικής αυτονομίας. Αν συμβεί κάτι, όταν συμβαίνει κάτι, έχω ακόμα κάπου να το ακουμπήσω, απ' όπου θα πάρω χωρίς όρους αγάπη και πρωτογενή συγχώρεση. Απόλυτη. Ακόμα κι αν στην ουσία όταν συμβαίνει κάτι δεν το μοιράζομαι καν πλέον μαζί του.
Είναι τόσο σαρωτική η εσωτερικευμένη έννοια του παιδιού, που φαίνεται να λειτουργεί σχεδόν στον αυτόματο ο ρόλος.
Τα λέω να τα ακούω. Μήπως και με ταρακουνήσω να αναλάβω την ευθύνη να μην αυτοπροσδιορίζομαι από ένα κύκλο που θα κλείσει χωρίς αμφιβολία σύντομα. Τα λέω, έχοντας απόλυτη επίγνωση της γελοιότητας που κινδυνεύει να αποκαλύψει η 47χρονη παιδικότητα. Ότι το χαριτωμένο γίνεται οριακά γραφικό, τείνει να δείξει αμετροέπεια.
Τα λέω και σε λίγο θα κλείσω το κείμενο και θα το ξεχάσω. Θα πάρω τηλέφωνο στο πατρικό μου και θα παραστήσω ότι συμμετέχω σε μία κανονικότητα χωρίς ημερομηνία αλλαγής.
Έτσι ήμουν πάντα, κι ας τελειοποίησα το ρόλο του απόλυτου ελέγχου. Αριστοτεχνικά κορόιδεψα με τα χρόνια το περιβάλλον ότι εγώ επιλέγω. Συχνά κι εμένα την ίδια. Προτιμούσα να εξωθούν οι συνθήκες στις αλλαγές, ποτέ να μην τις υποκινήσω η ίδια κι ας τις λαχταρούσα πολύ. Να έχει άλλος την ευθύνη και μοιρολατρικά σχεδόν να καλούμαι να συμβιβαστώ, κι ας ζητοκραυγάζω μέσα μου από ηδονή κι ικανοποίηση. Μηχανισμοί άμυνας, τακτικές εξέλιξης, στρατηγική επιτυχίας ή δεκανίκια, ποτέ δεν κατέληξα.
Αργά ή γρήγορα θα αδειάσει η θέση μπροστά και θα κληθώ να την καλύψω. Φανταζόμουν θα ήμουν έτοιμη, σίγουρη, αποφασισμένη. Θα έχω πει ό,τι είχα να πω, ρωτήσει ό,τι ήθελα να μάθω, θα έχω κατανοήσει, ερμηνεύσει. Θα έχω συγχωρήσει. Κι όμως όχι.
Σας παρακαλώ. Λίγο ακόμα...