Με τον καιρό το τελειοποίησα.
Χωρίς αμφιβολία καμία.
Τολμώ να πω ότι το ανήγαγα σε τέχνη. Υποσυνείδητα, συνειδητά, αθώα και απροκάλυπτα προκλητικά. Ανάλογα με την ανάγνωση που επιλέγω και τα ελαφρυντικά που θέλω να μου χαρίσω.
Θα προσπαθήσω εδώ να είμαι ειλικρινής. Μήπως και το ροκανίσω και τολμήσω να προχωρήσω αλλιώς. Γιατί όσες φορές προσπάθησα, ψεύτικα λίγο, επιφανειακά, επέστρεψα θριαμβευτικά στο ίδιο, επαναλαμβανόμενο, ανακουφιστικό, αλλά κάπως αρρωστημένο μοτίβο. Στην κρυψώνα.
Ξεκίνησε δειλά, μικρά και πολύ περιορισμένα να καλύψει στιγμιαίους φόβους και μικρού βεληνεκούς «παιδικές», φαντάζομαι, ανασφάλειες. Τότε, άλλωστε, όταν μεγάλωνα, δεν υπήρχαν θεωρίες αγωνίας, άγχους και φοβικών διαταραχών να μας προστατεύσουν. Δεν ανησυχούσαν οι γονείς για τον εκφοβισμό, δεν επικροτούσαν εμμονικά τη διαφορετικότητα, ούτε μας κοίμιζαν με παραμύθια ύμνους στην αποδόμηση των στερεοτύπων, όπως συμβαίνει σήμερα. Καλώς, κακώς, τα πράγματα εξηγούνταν από την πρώτη ανάγνωση. Τα παιδιά ήταν ζωηρά, έτοιμα, δυνατά και ανέμελα. Αυτό ήταν το ζητούμενο, αυτός και ο ορισμός. Ό,τι άλλο, ήταν απλώς ένδειξη τεμπελιάς ή μειωμένης θέλησης. Και κατακριτέο.
Έτσι μου μάθανε. Ή έτσι εγώ εισέπραξα. Δε νομίζω με πρόθεση. Προτιμώ να πιστεύω ότι πρόκειται για ατασθαλίες, ακόμη και μικρά εγκλήματα, στο όνομα της αγάπης . Δεν έχει νόημα πια να καταλογίσω ευθύνες.
Και ξεκίνησα να με προστατεύω με τον τρόπο που εγώ έκρινα. Με κρυψώνες.
Από νωρίς. Στην πραγματικότητα, ούτε καν θυμάμαι από πότε.
Απλώς κοιτώντας πίσω, σταχυολογώ περιστατικά, τα αναλύω, τα ερμηνεύω και πλέον το αναγνωρίζω ότι επαναλαμβανόταν όλο και πιο αριστοτεχνικά.
Όταν για παράδειγμα κλεινόμουν στο δωμάτιο με την πράσινη μοκέτα και έπαιζα μόνη μου με τη μουσική στη διαπασών, -σκηνές από τα μέρη που θα μπορούσα να είχα πάει αλλά δίστασα-, από τα πάρτι που θα τρελαινόμουν να είμαι -αλλά έκρινα ότι είμαι άσχημη, παχιά, άχαρη και άτσαλη και έχασα-, απ' τις εκδρομές που κλήθηκα -αλλά με δικαιολογίες απέφυγα γιατί η ολοήμερη έκθεση θα αποκάλυπτε τα μαύρα μου σημεία, τα αθέατα-. Και μετά; Ποιος θα με ήθελε μετά;
Στις ιστορίες που εξέλισσα εκεί στο κλειδωμένο από μέσα δωμάτιο της Δορυλαίου, με τραβηγμένες τις εμπριμέ κουρτίνες να μη με βλέπουν οι απέναντι, φορούσα τα εφαρμοστά που ονειρευόμουν (και να βλέπατε πώς έστρωναν), ζύγιζα τα κιλά που έκοβα απ' τα περιοδικά και τα κολλούσα στον τοίχο (με άνεση τα περιέφερα), λικνιζόμουν με χάρη με φορέματα και τουαλέτες ταινίας - άντε σαπουνόπερας - και γνώριζα βαθιά τα μυστικά για μία ζωή θελκτική, επιτυχημένη, στρωτή. Ξέρετε, αυτή που ξέρεις προς τα πού πας, και το εκπέμπεις. Κι οι άλλοι θαυμάζουν και ακολουθούν.
Περνούσα βασανιστικά τις ατάκες με τις οποίες θα εντυπωσίαζα, τις κινήσεις με τις οποίες θα γοήτευα και θα κέρδιζα τις εντυπώσεις σε ένα παράλληλο σύμπαν που ήμουν όπως ονειρευόμουν και συμμετείχα κανονικά σε όλα, και διεκδικούσα και απέδιδα. Όπως θα γινόταν στην πραγματικότητα αλλά αργότερα, μου έλεγα. Με έπειθα.
Όταν θα είχα διορθώσει τις ατέλειες. Ή μάλλον, θα διορθωνόταν από μόνες τους, χωρίς κόπο και προσπάθεια. Είχα άλλωστε άπλετο καιρό μπροστά μου.
Και περνούσε ο καιρός. Στις κρυψώνες.
Και παρούσα ήμουν στα απολύτως απαραίτητα. Τα οικογενειακά και κοινωνικά αναγκαία. Και μετά γυρνούσα στο δωμάτιο με τη πράσινη μοκέτα και την πολύχρωμη ταπετσαρία, να σχεδιάσω τα ονειρικά τα επόμενα. Βασίλισσα ήμουν σ' αυτά. Αγέρωχη.
Με το χρόνο, μεγαλώνοντας, πρέπει να ομολογήσω το εξέλιξα, το ανέπτυξα, το αποδέχτηκα ταλέντο και χάρισμα. Και το μεγένθυνα, το γενίκευσα, το συνήθισα. Το εξιδανίκευσα. Η πιο σπουδαία μέθοδος να γίνομαι μοναδική.
Να βλέπω χωρίς να με βλέπουν, να κρίνω, χωρίς να κρίνομαι, να λαχταράω και να ζηλεύω χωρίς να με υποτιμούν. Βρήκα ψέμματα, δικαιολογίες για συνεχείς απουσίες, σοφιστικέ υποχρεώσεις για συνεχιζόμενες εξαφανίσεις. Ταξίδια θα έλειπα, σε συμβούλια θα συμμετείχα σε άλλες χώρες, σεμινάρια θα δίδασκα, μαθήματα θα έπαιρνα. Σε αρρώστιες θα χρειαζόμουν , σε οικογενειακά θα συμπαραστεκόμουν. Αρκεί να λείπω. Εντυπωσιακά.
Όχι ψεύτικα. Πραγματικά. Τα οργάνωνα, τα ακολουθούσα. Δεν θα με πίστευα αλλιώς. Και η αυτοεξαπάτηση ήταν πάντα το κέντρο και η ουσία. Πρώτα πρώτα εμένα και μετά τους άλλους. Πανάκεια έγινε, απάντηση σε όλα, διέξοδο και ανακούφιση. Ειδήμων έγινα, η καλύτερη. Η πιο ευέλικτη και πανούργα.
Στο να κρύβομαι.
Από τους ξένους, τους γνωστούς, τους δικούς μου, τους αγαπημένους, τους εχθρούς. Απ' τους φίλους, τους εραστές, τους συνεργάτες, την οικογένεια. Από μένα. Αυτόματα, ανεξέλεγκτα, ανενόχλητα. Και πολύ αποτελεσματικά. Χωρίς διαχωρισμό και αιτία, συχνά χωρίς λόγο και όφελος. Χωρίς καν συναίσθηση. Και πέρασε ο καιρός.
Και μία ζωή, ένα μεγάλο μέρος της ζωής, επιδέξια κρυμμένη χωρίς καμία λογική σ αυτή την από κεκτημένη ταχύτητα, επιλογή.
Συχνά κρυβόμουν για να διαφέρω, να ξεχωρίζω. Για να με ψάχνουν, να με αναζητούν, να μ' επιθυμούν, να με θέλουν. Μήπως δεν φτάνω, δεν αρκώ ορατή.
Μέχρι κάποια ηλικία, το παιχνίδι ήταν λειτουργικό γιατί εμπεριείχε την επερχόμενη αλλαγή κλήσης στην τραμπάλα. Κρυβόμουν γιατί τελειοποιούσα την εικόνα όταν θα σηκωνόταν η αυλαία. Μέχρι να σηκωθεί όμως, είχα χρόνο, μωρέ, να με κανακέψω , να κάνω καταχρήσεις και να αφεθώ. Και αυτόματα να καθυστερήσω κι άλλο την πρεμιέρα.
Φτάνει. Αρκετά, λες κάποια στιγμή με τη λογική, όχι το θυμικό. Με το ώριμο, παραγινωμένο ενδεχομένως μυαλό, όχι με το στομάχι και την καρδιά. Όταν διαλύεται το φίλτρο και οι κρυψώνες, ανακαλύπτεις ότι σ' εκθέτουν περισσότερο απ' όσο σε προστατεύουν. Αλλά, μαγικό, τραγικό, δεν ξέρεις πώς να το παλέψεις και κανείς δεν το φαντάζεται. Ότι κρυβόσουν απ' τα περισσότερα που σχεδίαζες. Ακόμα κι αυτό, το 'κρυψες τέλεια.
Δεν έχω απάντηση ακόμα. Πάνε 3-4 χρόνια που το παλεύω το να ζαρώνω. Με το ζόρι, με πίεση, με πάλη επιπέδου ρινγκ. Δυο μπροστά, ένα πίσω. Καμιά φορά και ανάποδα. Αλλά το βρίσκω. Και κάποιες στιγμές το απολαμβάνω. Εσείς;