Ποιος να το φανταζόταν ότι θα φτάσω σε αυτή τη φάση ζωής και ακόμη θα φοβάμαι. Πολλές φορές άγρια, ακυρωτικά, παράλογα. Ενίοτε αποτρεπτικά. Συχνά, βασανιστικά. Κι εγώ η ίδια εκπλήσσομαι όταν το συνειδητοποιώ. Σκέφτηκα λοιπόν να το μοιραστώ, να το καταθέσω, να το φωνάξω ακόμα.
Να ξέρατε πόσο φοβάμαι. Κι ας ντρέπομαι τον εαυτό μου που αναγκάζομαι να το παραδεχτώ. Γιατί δεν τα είχα υπολογίσει έτσι. Αλλιώς τα προγραμμάτιζα.
Με μάθανε, άλλωστε, να είμαι δυνατή, αξιοπρεπής, αγέρωχη, ακόμα και ψυχρή και ποτέ να μην επιτρέψω να με δουν μαζεμένη, ζαρωμένη, μισή. Να σφίγγω τα δόντια, να κρατιέμαι ψηλά. Κι αν χρειαστεί να κλάψω, να απελπιστώ, να καταρρεύσω, πάντα μόνη μου.
Κι όμως φοβάμαι. Αποφάσισα να το πω. Αποφάσισα να το λέω. Δεν μου στερεί πια, δεν μου αφαιρεί. Αντίθετα η παραδοχή με εξισορροπεί, με καθησυχάζει, με γαληνεύει με ένα τρόπο. Με απελευθερώνει.
Φοβάμαι λοιπόν. Την αποτυχία.
Φοβάμαι μην κάνω λάθος κι προχωρήσω απρόσεκτα, βιαστικά, παρορμητικά, χωρίς να μετρήσω δυνάμεις, συνθήκες και αποτελέσματα. Μη βουτήξω βουλιμικά, άπληστα.
Ταυτόχρονα όμως μήπως μείνω, εκκρεμής, ταλαντευόμενη, παραλυμένη, υπεραναλύοντας κάθε σκέψη, εναλλακτική, κατεύθυνση και χάσω την ευκαιρία μέχρι να τη συνειδητοποιήσω.
Μη δεν τη δω απ' τη βιασύνη μου ή ξεθωριάσει απ' την αναβλητικότητά μου.
Φοβάμαι την απώλεια. Το βάθος της, την ορμή της, το «για πάντα» της. Δεν μετριέται το κενό της, δεν αντέχεται. Είναι ύπουλη, πρόστυχη, φαύλη. Γιατί σε κάνει να την επιζητείς κάποιες φορές πάνω στο θυμό, την πίεση,την ευθύνη. Ακόμα και φωναχτά απειλείς ότι τη θέλεις. Κι ύστερα έρχεται ξαφνικά και σε τελειώνει. Τη φοβάμαι γιατί δεν μπορώ να την μετρήσω, να την αξιολογήσω. Δε γνωρίζει λογική, ούτε καν συναίσθημα. Ξεριζώνει. Ζωές, δεδομένα, βολέματα. Κομμάτια. Δεν καλοπιάνεται, δεν μπορείς να την κοροϊδέψεις. Παραμονεύει και σου στερεί. Το μετά της φοβάμαι. Μη με καταπιεί όταν ξανάρθει. Μήπως δε συνέλθω.
Φοβάμαι μη δεν προλάβω. Κι ας μην ξέρω ακριβώς τι, αλλά να τελειώσει ο χρόνος όταν ακόμα τον λαχταρώ. Όταν ακόμα ονειρεύομαι, σχεδιάζω, φαντάζομαι. Στοχεύω. Μη δεν φτάσω να χαλαρώσω, να απολαύσω, να ηρεμήσω, να μοιραστώ. Να γίνω στα αλήθεια γενναιόδωρη. Αλλά και δεκτική, πρόθυμη. Διεκδικητική ακόμα. Να πάρω αυτά που η ζωή μου χρωστάει. Μη το πιστεύω μόνο εγώ ότι μου χρωστάει. Κι αδειάσω.
Φοβάμαι την επίφαση των πολλών κατευθύνσεων. Την, από περιγραφή σε γυναικείο περιοδικό, ελευθερία να διαλέξω, που με κάνει υπερφίαλη, προκλητική, ανάγωγη, πλεονέκτρα.
Την επιλογή που μου δίνει πιο πολύ αέρα απ' αυτόν που μπορώ να διαχειριστώ και γίνομαι συχνά απότομη, σκληρή, σνομπ, αχάριστη. Και ξεχνάω για λίγο πού ήμουν και πόσο αγωνιούσα. Αυτούς στους οποίους στηρίχτηκα. Και δεν μ' αναγνωρίζω.
Φοβάμαι το μυαλό μου όταν νομίζει είναι παντοδύναμο και στέκεται αλαζονικό απέναντι κι όχι δίπλα μου, απαιτητικό, επικίνδυνο, ανεξάρτητο. Και ποδηγετεί αντί να συμβουλεύει, επιβάλει αντί να προτείνει.
Το να αρθρώσω αυτό που πραγματικά ονειρεύομαι. Καλύτερα να το προστατεύω, να το κρύβω, να το αρνούμαι, έχω καταλήξει. Έτσι δεν απογοητεύομαι τόσο όταν δεν έρχεται, καθώς στην ουσία δεν το είχα ποτέ παραδεχτεί. Φοβάμαι μήπως δεν έρχεται, ακριβώς γιατί δεν το είχα παραδεχτεί.
Φοβάμαι να ερωτευτώ ξανά βαθιά, τρελά, απεγνωσμένα. Γιατί μόλις αφεθώ πιστεύω, μόλις ανοίξω και ζαλιστώ, και απολαύσω, θα τελειώσει. Νομοτελειακά. Θα μ' αφήσει. Φοβάμαι όμως πιο πολύ μην δεν ερωτευτώ ξανά. Πολύ, παράλογα, μυθιστορηματικά. Μήπως στέρεψε, τελείωσε, σώθηκε. Και δεν μου κοπεί η αναπνοή, μήπως μείνω σ' ευθεία γραμμή. Νεκρή στην ουσία.
Φοβάμαι ότι υπερβάλω στην επιλογή της μοναχικότητας, την εξιδανικεύω, την ωραιοποιώ και συνειδητά προκαλώ την μετατροπή της σε μοναξιά. Φοβάμαι την θαλπωρή που μου προκαλεί το «μόνη μου» μην απλωθεί και με πνίξει με τη ζεστασιά που της αποδίδω. Την φοβάμαι την αυτάρκεια. Την ίδια στιγμή που τη θεοποιώ.
Φοβάμαι μη μετανιώσω όταν δεν θα μπορώ να γυρίσω πίσω να αλλάξω, να διορθώσω, να αντικαταστήσω. Μην παγιδευτώ.
Φοβάμαι μην ξεχάσω. Ανθρώπους, μυρωδιές, εικόνες. Αυτά που με έκαναν εμένα. Τη μαμά μου, εμένα παιδί, εμένα ανυπόμονη, εμένα στην εκκίνηση, στην αφετηρία. Φίλους που επέλεξα να αποκλείσω, εχθρούς που απέφυγα να αντικρούσω. Λογαριασμούς που μου υποσχέθηκα θα κλείσω, απωθημένα που μου δεσμεύτηκα θα κυνηγήσω. Ελαττώματα που σκόπευα να μαλακώσω
Πολλά ακόμα.
Όλα όμως τη νύχτα.
Αργά έρχονται οι σκιές, στα σκοτεινά και παίρνουν υπόσταση, διαστάσεις, χώρο και μορφή. Εκφράζονται, απλώνονται, πλησιάζουν και μαγικά εξαντλούνται. Διαλύονται.
Γιατί το πρωί δεν φοβάμαι τίποτα.